Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Παρασκευή 29 Απριλίου 2005

Ο πόνος ανθρώπων και Αγγέλων αλλά και της αψύχου κτίσεως στο Θείον Δράμα



192-β
Μεγάλη Παρασκευή 2005

Τα Πάθη τα σεπτά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού χριστιανοί μου είναι λυτρωτικά. Ωστόσο δεν παύουν να είναι συγκλονιστικά και φορτισμένα με θλίψη και πόνο, για κείνες τις ψυχές που βιώνουν πνευματικά τις άγιες ημέρες της Μεγαλης Εβδομάδος, που σπάζουν οι καρδιές τους μαζί με τους ουρανούς, όταν αυτοί θρηνούν για το Πάθος του Δημιουργού τους, γι’ αυτό και διαμαρτυρόμενος ο ήλιος εσκοτίσθει από έκτης έως ενάτης ώρας. Επίσης βλέπουμε ολόκληρη τη φύση να κλονίζεται για τον Πάσχοντα Θεό της, γι’ αυτό και σχίζεται στα δύο το καταπέτασμα του ναού του Σολωμόντος, και η γη εσείσθει και πέτραι εσχίσθησαν, και τα μνημεία ανεώχθησαν. Η μητέρα πάλι Θεοτόκος, κλαίει και οδύρεται για το σταυρικό μαρτύριο και το θάνατο του υιού της, του ασπίλου και αμώμου. Αλλά και όλες οι ουράνιες δυνάμεις των αγγέλων και Αρχαγγέλων υποφέρουν για τα μαρτύρια και πάθη, το ακάνθινο στεφάνι, το φραγγέλιο και την ατομική σταύρωσιν του Βασιλέως της Δόξης τους. Αλλά και η Εκκλησία όμως του Χριστού που την ίδρυσε με το Πανάγιό Του αίμα θρηνεί κι αυτή για τα σεπτά Πάθη του Νυμφίου της.

Παραταύτα, μέχρι το «τετέλεσται» του θείου δράματος του Γολγοθά έχουμε και δυο φωτεινές ανταύγειες ελπίδος. Η πρώτη ανήκει στο ληστή εκ δεξιών του Χριστού, που ενώ κρεμόταν σταυρωμένος στο ξύλο του Σταυρού, με την ομολογία του στην Θεότητα του Ιησού Χριστού, τη μετάνοια και την ειδική εκείνη προσευχή «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», εισέρχεται πρώτος και αυτός ανοίγει την πόρτα του ουρανίου Παραδείσου στη Βασιλεία των Ουρανών μαζί με τον Κύριο και Σωτήρα του. Η δευτέρα ανταύγεια ανήκει στον εκατόνταρχο, που όντας αξιωματικός ειδωλολάτρης, βλέποντας και θαυμάζοντας εν φόβω και τρόμω τα υπερφυσικά γεγονότα που ακολούθησαν μετά την τελευταία πνοή του Κυρίου να ομολογεί θριαμβευτικά «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος». Ή όπως αλλιώς μας το τόνισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς ότι εδόξασε τον Θεόν αναφωνώντας «Όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν». Και λίγο αργότερα, κατά την παράδοση, προσετέθη στην πίστη του Χριστού και ο Λογγίνος, ο στρατιώτης εκείνος που έμπηξε και ένυξε με τη λόγχη του την πλευράν του Κυρίου και ευθύς αμέσως εξήλθε αίμα και ύδωρ. Απ’ αυτήν όμως την πληγείσα και λογχευθείσα πλευρά προήλθεν η Εκκλησία του Χριστού που με τα σωστικά της μυστήρια (Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Κοινωνία και Μετάνοια) και με τον λόγον του Θεού, τον ευαγγελικόν λόγον, ποτίζουν ολόκληρο τον κόσμο με τα νάματα της θείας αληθείας. Φαιδρύνουν και δροσίζουν ολόκληρη την κτίση και διδάσκουν πάντα τα έθνη (μαθητεύσατε είπε πάντα τα έθνη) να προσκυνούν με απόλυτο πίστη την Βασιλεία του Θεού και το κοσμοσωτήριον έργον Του, δια του ανθρώπου και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εδώ έχει θέση και η ιερωσύνη πλέον. Η ιερωσύνη του Χριστού που μεταβιβάζεται στους Αποστόλους και οι Απόστολοι στους πρώτους Αποστολικούς Πατέρες και κείνοι με τη σειρά τους στη συνέχεια σε άλλους επισκόπους και σ’ άλλους πρεσβυτέρους μέχρι και σήμερον και θα συνεχιστεί μέχρι και τη Δευτέραν του Χριστού Παρουσίαν.

Η Εκκλησία μας είναι το μυστικό σώμα του Χριστού μέσα στο οποίο συναπτώμεθα όλοι μας ως πρόσωπα και μέλη Του με τον άρρηκτο δεσμό της αγάπης. Δεν μπορείς να είσαι ενωμένος με τον Χριστό ούτε συ ούτε κι εγώ εάν δεν έχουμε αγάπην. Είμεθα μέλη Χριστού και αλλήλων μέλη, εάν αγαπάτε αλλήλους. Το όλον περιχωρεί το μέρος, αλλά και το μέρος, εσύ κι εσύ κι εγώ και ο άλλος κι εκείνος και οποιοσδήποτε εμπεριχωρείται στο όλον. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι η ζωή του Χριστού που είναι η κεφαλή της Εκκλησίας περνάει στα επιμέρους μέλη Του, που είναι φυτευμένα στο ακατάληπτο μυστήριον του Θεανδρικού προσώπου Του, δηλαδή στο Θεανθρώπινο σώμα Του. Ω! Του θαύματος αδελφοί μου. Αυτό είναι το απροσπέλαστο βάθος της ορθοδόξου πνευματικότητος, της ορθοδόξου πίστεως. Αυτής της πίστεως εις την οποία έχουμε βαπτισθεί εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτό σημαίνει ότι εσύ κι εγώ και όλοι μας συμμετέχουμε στη δόξα και στη χαρά του Χριστού. Συμμετέχουμε μυστικά! Ψυχικά δε και πνευματικά και στα παθήματά Του, και πάσχοντες τα Πάθη τα σεπτά, αυτά γίνονται, καθίστανται για όλους μας λυτρωτικά και σωτήρια. Κι αυτό το βιώνουμε με μια ανείπωτη αίσθηση ψυχής ιδιαιτέρως στη Θεία Κοινωνία, όταν κοινωνούμε από το Πανάγιον Ποτήριον Σώμα και Αίμα Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Όποιος αυτό το βιώνει, καταλαβαίνει ότι όλος ο Χριστός μπήκε μέσα του και έγινε σύναιμος και σύσσωμος Χριστού. Αλλά και στην πνευματική προσευχή και στη θεωρία και έκσταση του νοός, ασφαλώς βιώνεται τούτο το πράγμα ότι είμεθα μέλος του σώματος του Χριστού και αλλήλων μέλη και στα άλλα μυστήρια της Εκκλησίας μας, όπως και στην τήρηση των εντολών με βάση την ομολογία της πίστεως και με αποκορύφωμα το μαρτύριο μετά διωγμών και βασανιστηρίων.

Εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, υπήρξαν όπως και υπάρχουν απλοί χριστιανοί, ναι απλοί, όπως υπάρχουν και σήμερα αυτοί, που μυστικά μετέχουν στην οδύνη, στον πόνο και στα σωτήρια αποτελέσματα αυτού του πάθους κι αυτού του δράματος που ζούμε τη Μεγάλη Εβδομάδα. Η αγωνία του Χριστού για τη σωτηρία μας, γίνεται και δική μας αγωνία με βεβαία την ελπίδα για τη σωτηρία μας, προσευχόμενοι τότε μετά δακρύων και για τη σωτηρία του πλησίον, για τη σωτηρία της οικογένειάς μας, του συζύγου και της συζύγου, των παιδιών και των γονέων, των αδελφών και των οικείων και των συγγενών, αλλά και για τη σωτηρία όλων των αμαρτωλών. Και του πνευματικού και των ιερέων και των επισκόπων και των Πατριαρχών.

Αν ένας ληστής και κακούργος εισέρχεται πρώτος και θριαμβευτικά στη Βασιλεία του Θεού, άρα έχουν θέση όλοι οι αμαρτωλοί που μετανοούν και κράζουν σαν αυτόν «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου». «Έλεος Κύριε συγχώρεσέ με, είμαι αμαρτωλός!!! Ναι, είμαι αμαρτωλός, αδύνατος και πέφτω κάθε ώρα, κάθε στιγμή, έλεος, συγχώρεσέ με». Είναι Αυτός που συγχώρησε την αμαρτωλή πόρνη γυναίκα και δέχτηκε απ’ αυτήν το μύρο στα πόδια Του. Και πολλές άλλες από αυτές αγίασαν και εκοιμήθησαν οσιακώς, όπως η Μαρία η Αιγυπτία, το πρότυπον της μετανοίας. Ο Χριστός είναι αυτός που δεν έκρινε ούτε και κατέκρινε τη μοιχαλίδα γυναίκα που πιάστηκε επ’ αυτοφώρω και όμως πολλές απ’ αυτές αγίασαν όπως η Αγία Θεοδώρα η Ρωμαία και τόσες άλλες, και τόσοι άλλοι, μυριάδες άλλοι, μυριάδες. Είπες «ήμαρτον»; Είπες «ημάρτησα Θεέ μου συγχώρεσέ με»; Αμέσως δια της ιερωσύνης του Χριστού και κάτω από το πετραχήλι του πνευματικού, συγχωρέθηκες και μαζί με τον ληστή εισέρχεσαι νοητά στον Παράδεισο. Και αυτό το βιώνεις με πολλές σου ψυχοσωματικές διαβεβαιώσεις τις οποίες διακηρύττεις. Ο Θεός θέλει λίγα και προσφέρει πολλά, άπειρα. Θέλει μόνο την ομολογία σου ότι είσαι αμαρτωλός με συντριβή και μετάνοια και Αυτός θα σου χαρίσει χίλιους Παραδείσους. Στο άνοιγμα την καρδιάς μας εκείνος ανοίγει τη θεϊκή Του αγκαλιά και μας κλείνει στα θεϊκά Του σπλάχνα. Στη μετάνοια και στην άδουλη πίστη μας ο Σωτήρας Ιησούς Χριστός και Θεός, μας χαρίζει την αιώνια Βασιλεία Του αλλά και τη θεϊκή Του δύναμη για να μπορούμε να νικάμε το κακό, την αμαρτία και το διάβολο, όσο ζούμε σ’ αυτόν εδώ τον μάταιο κόσμο. Μία είναι η αλήθεια αυτής της ημέρας της Μεγάλης Παρασκευής: ότι ο σταυρός είναι το μοναδικόν όχημα που οδηγεί με ασφάλεια στη σωτηρία, στη λύτρωση, στα θεία και επουράνια! Μόνο με το σταυρό πάσχεις τα θεία και δοξάζεις την ανυπέρβλητη μακροθυμία του Αγίου Θεού. Γι’ αυτό και από χθες και μέχρι σήμερα κράζουμεν «Δόξα τη μακροθυμία Σου Κύριε».

Αδελφοί μου, αυτώ η Δόξα και το κράτος, η τιμή και η προσκήνυσις, τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.

Κυριακή 17 Απριλίου 2005

Περί μετανοίας και Ιεράς Εξομολογήσεως



192-α
Ε Κυριακή Νηστειών, 2005

Σήμερα χριστιανοί μου, πέμπτη Κυριακή των νηστειών, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που υπήρξε πρότυπον μετανοίας όλων των εποχών από της γεννήσεως του Σωτήρος Χριστού μέχρι και σήμερα. Και ασφαλώς δεν υπάρχει πιο ωφέλιμο κήρυγμα από το κήρυγμα της μετανοίας.

Την μετάνοια την έχουμε όλοι μας ανάγκη, γιατί όλοι μας είμεθα αμαρτωλοί. Από τον Πατριάρχη μέχρι και τον τελευταίο παπαδάκο και ιεροδιάκονο και μέχρι τον τελευταίο καλόγερο μοναχό, όλοι μας έχουμε ανάγκη μετανοίας διότι όλοι μας είμεθα αμαρτωλοί. Άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο είμεθα όμως όλοι μας αμαρτωλοί. Από τους πλανητάρχες της γης, τους αυτοκράτορας και κυβερνήτας των λαών, μέχρι και τον πιο ασήμαντο ανθρωπάκο, τον πιο περιφρονημένο και εγκαταλελειμμένο, τον ανάπηρο και τον ρακένδυτο πολίτη που ζει πάνω στον πλανήτη μας, όλοι τους κι εμείς μαζί έχουμε ανάγκη μετανοίας γιατί όλοι μας είμεθα αμαρτωλοί. Και κάτι ακόμα. Πιο σημαντικό. Από τον πλέον Άγιο, τον αγιότερο άνθρωπο τούτου του κόσμου, μέχρι και τον πιο μεγάλο αμαρτωλό όλοι τους και όλοι μας έχουμε ανάγκη μετανοίας. Οι πνευματικοί και εξομολόγοι θα φύγουν κάποτε, αλλά το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως και μετανοίας μένει. Ο παπα-Στέφανος, δηλαδή εγώ, ο αμαρτωλός, και ο παπά Γιώργης και ο παπα-Πέτρος και ο παπα-Μιλτιάδης από μέσα, κι ο παπα-Κώστας και ο παπα-Δημήτρης και κάθε πνευματικός εν ενεργεία, κάποτε θα φύγουμε απ’ αυτόν τον μάταιον τούτον κόσμον, αλλά το μυστήριον της μετανοίας παραμένει ως κιβωτός σωτηρίας για όλους τους ανθρώπους. Και θα παραμένει μέχρι και της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας, ασφαλώς μαζί με τα υπόλοιπα των μυστηρίων: Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Κοινωνία.

Αν καλλιεργείς χριστιανέ μου κάθε μέρα, όπως πρέπει, την αληθινή μετάνοια και συντριβή, τότε είσαι Άγιος. Και ρωτώ: Έχουμε όμως αληθινή μετάνοια και δάκρυα παρακλητικά; Αν ναι, τότε μας δίδει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δύναμιν και εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν δύναμιν του εχθρού. Έχεις αληθινή μετάνοια που δεν τη βλέπω; Τότε και τα θηρία θα πέσουν να σε προσκυνήσουν! Όσο όμως ο χριστιανός, ο ορθόδοξος χριστιανός, αλλά και κάθε άνθρωπος παραμένει αμετανόητος αμαρτωλός, τότε και οι πέτρες που πατάει του γίνονται φίδια για να τον φάνε. Και τον τρώνε. Γι’ αυτό και βλέπουμε τόσα δεινά, στα σπίτια, στις οικογένειες, στις κοινωνίες και στα έθνη. Όσο αγιάζεται ο πιστός χριστιανός τόσο και η φύσις γύρω του εξημερώνεται. Κι όσο ο άνθρωπος αμαρτάνει και παραμένει αμετανόητος, τόσο και η φύσις αγριεύει, εξανίσταται και επαναστατεί εναντίον του ανθρώπου. Η φύσις δεν εκδικείται μονάχα όταν καταστρέφουμε το περιβάλλον της, αλλά μας τιμωρεί και όταν αμαρτάνουμε ασυστόλως. Δεν θα μας σώσουν από την ολοκληρωτική καταστροφή του περιβάλλοντος που απλώνεται ολοένα και περισσότερο κάθε μέρα, οι οικολόγοι και τα διάφορα συστήματά τους, τα οικολογικά και τα προγράμματα. Αλλά η μετάνοια. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι, όλοι οι κάτοικοι της γης έχουν αποστατήσει από τον αληθινό Θεό και για Θεό λατρεύουν το μυαλό τους, το χρήμα, τη δύναμη, την εξουσία, το εγώ τους και τόσα άλλα...

Εάν ο Σωτήρας Χριστός, ο Θεάνθρωπος Κύριος δεν είχε συστήσει το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, στον Παράδεισο θα υπήρχαν μόνον οι άγγελοι, τα μωρά παιδιά, τα νήπια και τα μικρά άκακα παιδιά, αυτά που τώρα είναι αγγελούδια στον ουράνιο κόσμο του Παραδείσου. Κι αυτός ακόμη ο μέγας Απόστολος Πέτρος που ηρπάγη έως τρίτου ουρανού και ήκουσεν άρρητα ρήματα εκεί εν τω Παραδείσω, δεν θα ήτο και αυτός τώρα εις τον Παράδεισον μετά τον θάνατό του τον μαρτυρικό, αν δεν υπήρχε το μυστήριο της μετανοίας. Ούτε και η Μαρία η Αιγυπτία θα εγίνετο αυτή που έγινε εάν έμπρακτα δεν έδινε τη μετάνοιά της, σαράντα οκτώ (48) ολόκληρα χρόνια μέσα στην έρημο. Πρώτα βαπτίζεσαι, ύστερα παίρνεις το χρίσμα, μετανοείς και κοινωνείς των Αχράντων Μυστηρίων. Στους αβαπτίστους -μεγάλους αβαπτίστους εννοείται-, προηγείται μετάνοια, η κατήχησις και ακολουθεί το βάπτισμα, το χρίσμα και ύστερα η Θεία Κοινωνία. Το ίδιο ισχύει και για τους αιρετικούς. Για μας όμως τους ορθοδόξους χριστιανούς ισχύει η καλλιέργεια του πνεύματος της καθημερινής μετανοίας μετά συντριβής και πίστεως και ακουλουθεί η Θεία Κοινωνία.

Στην Ιερά Εξομολόγηση προσερχόμεθα κάθε φορά που έχουμε βάρος στη συνείδησή μας από πτώσεις σε θανάσιμα αμαρτήματα ή από παραβάσεις των ευαγγελικών εντολών με τα έργα μας, τα λόγια μας και τις πονηρές μας επιθυμίες. Μπορούμε και συχνότερα να προσερχόμεθα σ’ αυτό το μυστήριο, αλλά αυτό εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από τον χρόνο και την υγεία και τα γεράματα που έχει ο πνευματικός. Θέλετε να το ξαναπώ; Πρώτα-πρώτα δεν ξέρετε να εξομολογείσθε! Γι’αυτό αρκείστε στην πολυλογία και δεν είστε ακριβείς στο να ανοίξετε την πληγή σας για να την κλείσει ο Θεός. Διότι ο Θεός κάνει τη δουλειά. Ο Θεός συγχωρεί, όχι ο παπάς. Αυτός απαλλάσσει, ο Θεός απαλλάσσει, τον άνθρωπο από το βάρος και τις ενοχές της αμαρτίας και όχι ο παπάς. Ο Θεός είναι ο Σωτήρας, δεν είναι ο ιερεύς. Ο ιερεύς είναι ο διάκονος μονάχα των αγίων μυστηρίων, ο σερβιτόρος που σερβίρει τη Θεία Χάρη όταν χρειαστεί. Αν μαθαίναμε λοιπόν να εξομολογούμεθα σωστά αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες επάνω μας, και όχι να τις μεταβιβάζουμε κάθε φορά στον άλλον, και να εξομολογούμε πότε τον άντρα μας, πότε τη γυναίκα μας, πότε το παιδί μας, πότε το θείο μας, πότε τη νύφη μας, πότε την πεθερά μας, πότε τον έναν, πότε τον άλλον! Η ψυχή μας θα απαλλάσσετο πλήρως και αμέσως από το βάρος και τις ενοχές και σαν κατάλευκο περιστέρι θα πετούσε στους ουρανούς και θα το αισθανόσασταν αυτό!

Γι’ αυτό χριστιανοί μου, ας δοξάσουμε το Θεό που μας παρέδωσε ιδρύοντας το σωτήριο αυτό μυστήριο, που μας ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου, τη θύρα της Βασιλείας των Ουρανών. Στον οποιοδήποτε αμαρτωλό παπά, βάζεις το κεφάλι σου κάτω από το πετραχήλι του, εξομολογούμενος τις αμαρτίες σου, αμέσως συγχωρείσαι και απαλλάσσεσαι μια για πάντα από τα κρίματά σου. Εκείνο που μετράει είναι η μετάνοια. Το «έκλαυσε πικρώς» του Αποστόλου Πέτρου αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη της μετανοίας. Έτσι τα δάκρυα της μετανοίας είναι το δεύτερο λουτρό βαπτίσματος που μπορεί να επαναληφθεί εβδομηκοντάκις επτά, δηλαδή χιλιάδες φορές και κάτω πάντοτε από το πετραχήλι του πνευματικού ιερέως.

Καλλιεργείται επίσης η μετάνοια όταν γίνεται καθημερινό αίτημα στην προσευχή μας, για να μας τη χαρίζει ο Θεός μαζί με την κατάνυξη, τη συντριβή και τα παρακλητικά δάκρυα. Με μεγάλη ευκολία τρέχουν όλοι οι χριστιανοί (τους βλέπουμε όλοι οι Έλληνες-και οι πλέον αδιάφοροι) στους γάμους πρώτοι, στις βαπτίσεις πρώτοι...α....κοινωνικές εκδηλώσεις είναι! Ακόμα τρέχουν και στις κηδείες, καλά κάνουν ...και στα χωριστά μνημόσυνα. Αλλά μην τους πεις όμως για εκκλησιασμό και Θεία Λειτουργία κάθε Κυριακή και μεγάλες γιορτές. Μην τους πεις για την Ιερά Εξομολόγηση, γιατί είναι τελείως αρνητικοί. Αρκετοί μάλιστα είναι και θεομάχοι γιατί πολεμούν και βλασφημούν τα θεοσύστατα αυτά μυστήρια. Τα τελευταία 30 χρόνια (γιατί τα ζω αυτά γι’ αυτό σας τα λέω) και ειδικότερα την τελευταία δεκαετία, πολεμούνται, κατατρέχονται, διαβάλλονται, κατασυκοφαντούνται και περιφρονούνται όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας μας ...και τα επτά. Και η Θεία Λειτουργία με τη Θεία Κοινωνία και το Βάπτισμα και το Χρίσμα, ο Γάμος, η Ιερωσύνη, το Ευχέλαιο και πιο πολύ βαράνε την Ιερά Εξομολόγηση. Γιατί; Διότι πρώτον επικρατεί άγνοια -τελεία άγνοια. Οι χριστιανοί μας εδώ στην πατρίδα μας, σχεδόν όλοι, δηλαδή το ενενήντα εννιά τοις εκατό (99%) δεν γνωρίζουν τι ακριβώς πιστεύουν. Αυτό το βλέπω και στην Ιερά Εξομολόγηση. Και όχι μόνο δεν γνωρίζουν αλλά και δεν θέλουν να μάθουν. Πεισματικά αρνούνται να μάθουν και αδιαφορούν- «ωχ καημένε παράτα με». Δεύτερος λόγος είναι η παραπληροφόρησις και η ημιμάθεια γύρω από τα θέματα της πίστεως, των ιερών κανόνων και των παναγίων μυστηρίων της Εκκλησίας, τα οποία (η παραπληροφόρησις και η ημιμάθεια δηλαδή) οδηγούν σε παρεξηγήσεις, σε θρησκοληψίες, σε δεισιδαιμονίες, στις πλάνες και τέλος στις αιρέσεις. Τρίτος λόγος είναι η θεομαχία με τρόπους καθαρά συκοφαντικούς και διαβολικούς μέσα από το οργανωμένο κακό των τηλεοράσεων, ραδιοφώνων, εφημερίδων, περιοδικών, διαλέξεων και άλλων σατανικών μέσων. Τέταρτος λόγος (αυτόν δεν μπορούμε να μην τον πούμε -θα τον πούμε γιατί υπάρχει) είναι η δική μας κακή συμπεριφορά. Είναι το δικό μας κακό παράδειγμα, ελαχίστων, μερικών, ευτυχώς ολίγων κληρικών παντός βαθμού, επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων και μερικών μοναχών. Αυτό σημαίνει ότι και εμείς δίδουμε έστω και ελάχιστες φορές αφορμές που κλονίζουν την πίστη στις αδύνατες ψυχούλες. Παραταύτα τα άγια μυστήρια, με πρώτη την μετάνοια, έχουν την παντοδυναμία του Θεού και σώζουν τον άνθρωπο που προσέρχεται σ’ αυτά με πίστη.

Χριστιανοί μου, το κήρυγμά του ο Χριστός το άρχισε στον κόσμο με την μετάνοια. Μετανοείτε φώναξε και το επαναλάμβανε χιλιάδες φορές. «Μετανοείτε. Ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Και για μας έρχεται κάθε φορά που θα πεθάνουμε. Γι’ αυτό και εμείς, όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί, όντες αμαρτωλοί, τη μετάνοια οφείλουμε να καλλιεργούμε μέχρι το τέλος της ζωής μας. Ευτυχώς που οι πνευματικοί στην πατρίδα μας είναι περισσότεροι από χίλιοι και μπορούν με ευκολία οι χριστιανοί να προσέρχονται αν έχουν μέσα τους αληθινή μετάνοια και συντριβή και ομολογήσουν τις αμαρτίες τους και πάρουν επάνω τους την ευθύνη, όποιος κι αν είναι αυτός ο παπάς, όσο κι αμαρτωλός κι αν είναι! Σου έβαλε το πετραχήλι στο κεφάλι, σου είπε «λελυμένος και συγκεχωρημένος»...άγγελος μπαίνεις στον ουρανό!!! Άγιος σαν τους μεγάλους αγίους, μάρτυρας σαν τους μάρτυρας. Όχι και τρέχετε πίσω από τις φήμες. Ξέρετε πόσο κακό μας κάνουν αυτές οι φήμες;

Μια δε ευχή τώρα τη Μεγάλη Σαρακοστή και μάλιστα στους κατανυκτικούς εσπερινούς καταλήγει ο ιερεύς με την εξής παράκληση σε μια ευχή: «και ημάς, πάντας ημάς (τους ορθοδόξους εννοείται χριστιανούς) εν μετανοία και εξομολογήσει παράλαβε ως αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός». Είθε αυτό να γίνει σε όλους εμάς μια ευλογημένη πραγματικότητα.

Αμήν.

Κυριακή 10 Απριλίου 2005

Περί αληθινής μετανοίας



216-δ
Κυρ. Δ' Νηστειών, 2005

Είπα να μη σας αφήσω χωρίς λόγον Θεού έστω και για πέντε λεπτά…
Σήμερα χριστιανοί μου τετάρτη Κυριακή των Νηστειών, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, συγγραφέως της Κλίμακος. Για τη ζωή, την ασκητική πολιτεία του, και το έργο του έχουμε μιλήσει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. Σήμερα να πούμε έτσι μερικά αποσπάσματα, κάνα δυο τρία, να τα σχολιάσουμε λίγο, προς οικοδομήν όλων.
Ο Άγιος μας λέγει ότι οι πρώτοι φίλοι του Θεού, είναι όλες οι ουράνιες ασώματες δυνάμεις των αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων, των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, των Θρόνων, των Κυριοτήτων και τα λοιπά.
Αλλά παιδιά όμως του Θεού και αληθινοί χριστιανοί, είναι όλοι εκείνοι που εκτελούν το πανάγιον θέλημά Του, που εκτελούν, που τηρούν αβίαστα και χωρίς παραλήψεις τις Ευαγγελικές Του προτροπές, συμμετέχοντες συγχρόνως και στα πανάγια μυστήρια μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης.

Εχθροί του Θεού δεν είναι μόνον οι αιρετικοί, ή τυχόν οι πλανεμένοι, ή ακόμη και οι βλάσφημοι των θείων, οι άθεοι και υλισταί, αλλά και όλοι εκείνοι που απορρίπτουν απ’ τη ζωή τους, ιδιαίτερα δε από την οικογένειά τους το θέλημα του Κυρίου, και συγχρόνως πολεμούν με πάθος και μανία τους θεοφιλείς εκείνους χριστιανούς που θέλουν να πιστεύουν και να τηρούν όσα ευαγγελίζεται η Εκκλησία του Χριστού.

Χριστιανός αληθινός είναι εκείνος που μιμείται την ζωή του Ιησού Χριστού, και στα λόγια και στα έργα και στις σκέψεις. Πάντοτε βέβαια με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος. Πιστεύει ορθά και αλάνθαστα στην Τριαδικότητα του Ενός Θεού, και στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, και όσα εντέλλονται τα δόγματα και οι ιεροί κανόνες της Αγίας μας Εκκλησίας.
Θεοφιλής πάλι είναι εκείνος ο χριστιανός, που απολαμβάνει όλα τα φυσικά και αναμάρτητα δώρα του Θεού και συγχρόνως δεν αμελεί όσο μπορεί και όσο του είναι δυνατόν να εργάζεται το θέλημα του Θεού και να συμμετέχει στα μυστήρια.
Θεοφιλής είναι ακόμα εκείνος που διαρκώς καλλιεργεί την μετάνοια και την ταπεινοφροσύνη.

Βλέπουμε όμως ότι για την μετάνοια, δεν επιμένει μόνον κατά πολύ ο Άγιος Ιωάννης στο βιβλίο του που λέγεται Κλίμακα, αλλά και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αλλά και η ίδια διδασκαλία του Κυρίου μας αρχίζει με τη μετάνοια, όταν ο Κύριος βγήκε διακηρύσσοντας και λέγοντας, παρακαλώντας και απαιτώντας, «Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η Βασιλεία των Ουρανών».
Πρότυπο δε της μετανοίας, ονομάζει και καταδεικνύει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, τον Απόστολο Πέτρο, που εξελθόντα έξω της αυλής έκλαυσε πικρώς την τριπλή του άρνηση.
Μετάνοια αληθινή είναι η ανανέωση του Αγίου Βαπτίσματος. Το φόρεμα αυτό το ολοφώτεινο που ενδυόμεθα κατά το Άγιον Βάπτισμα, και το οποίο λερώνομε και μολύνουμε από παιδικής ηλικίας, μέχρι και σήμερα, αυτό μπορούμε να το ξαναφορέσουμε καινούργιο μέσω της μετανοίας και της Ιεράς Εξομολογήσεως, και με μια συμφωνία που θα κάνουμε κει στο μυστήριο με τον Θεόν, για μια καινούργια εν Χριστώ ζωή.
Μετανοώ αληθινά σημαίνει ότι αγοράζω σε οποιαδήποτε τιμή την ταπείνωση, και το συντετριμμένο πνεύμα και τα πληρώνω αυτά με κόπο, με αίμα, με θυσία, με δάκρυα, μέχρι που να πεθάνω. Αυτά θα πούνε μετάνοια και μετανοώ.
Αυτό ταιριάζει βέβαια και με την κατανυκτική εκείνη ομολογία του Οσίου Εφραίμ, όταν βεβαιώνει ότι «ουκ έχω μετάνοια, ουκ έχω κατάνυξη, ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν».
Άρα η μετάνοια είναι πρώτα φωτισμός του σκοτισμένου από τα πάθη μυαλού μας, και ύστερα ειδική δωρεά που αποβλέπει στη σωτηρία μας. Η αληθινή μετάνοια δεν έχει απόγνωση και απελπισία. Αντίθετα μάλιστα καλλιεργεί μέσα στην ψυχή την βεβαιωμένη ελπίδα ότι το έλεος του Θεού θα μας σώσει.

Λοιπόν, ας καλλιεργούμε από σήμερα, και κάθε μέρα την μετάνοια, μέχρι το τέλος της ζωής μας.
Να φωνάζουμε και να κράζουμε και να λέμε «πριν εις τέλος απόλον με, σώσον με». Αυτό θα το ψάλουμε την Τετάρτη το βράδυ. «Πρίν εις τέλος απόλον με Κύριε, σώσον με». Και αν το φωνάζουμε αυτό, πιστεύω πως ο καλός Θεός θα μας δώσει, τη δύναμη, την αγάπη, την ευσπλαχνία και το έλεός Του, να μας δώσει δηλαδή το κλειδί που θα ανοίξουμε την πόρτα του Παραδείσου για να μπούμε μέσα και έτσι να ζήσουμε τη χαρά των αγγέλων και τη Δόξα του Θεού εις τους αιώνας των αιώνων.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2005

Ανάλυσις καί αξία τών χαιρετισμών



216-γ
Δ' Χαιρετισμοί, 2005

Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.
Και πάλιν και πολλάκις Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.
Όπως γνωρίζετε χριστιανοί μου, όπως το βλέπετε και όπως το βιώνετε, τη Μεγάλη Σαρακοστή και κάθε Παρασκευή, ψάλλονται στην Εκκλησία μας οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Είναι μια από τις ωραιότερες ακολουθίες και συγχρόνως μια από τις καλύτερες προσευχές.
Οι Χαιρετισμοί συνδέονται πάντοτε και με το Μικρό Απόδειπνο.
Τη Μεγάλη Σαρακοστή που διαβάζουμε το Μεγάλο Απόδειπνο, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη, δεν λέγονται οι Χαιρετισμοί. Ψάλλονται όμως κάθε Παρασκευή και διαβάζονται Σαββάτο και Κυριακή, μαζί με το Μικρό Απόδειπνο. Επίσης οι Χαιρετισμοί δεν λέγονται την Μεγάλη Εβδομάδα, όπως και ολόκληρη την Πασχαλινή Διακαινήσιμη εβδομάδα. Όλο το χρόνο συνοδεύονται κάθε μέρα με το Μικρό Απόδειπνο υποχρεωτικά. Όποιος διαβάζει τους Χαιρετισμούς κάθε μέρα, και βράδυ, ακόμα και μεσημέρι, και πρωί, έχει μεγάλη τη βοήθεια της Παναγίας μας.
Εκεί που τιμάται όλως ιδιαιτέρως η Παναγία, είναι το Άγιον Όρος, όπου θεωρείται και το δικό Της περιβόλι. Για τους Αγιορείτες μοναχούς η Υπεραγία Θεοτόκος είναι η μοναδική προστασία. Μακάρι να αποκτήσουμε και μεις αυτή την συναίσθηση. Την βιωματική συναίσθηση δηλαδή ότι είναι και για μας η μοναδική προστασία, μεσίτρια και πρεσβευτής.

Η όλη ακολουθία των Χαιρετισμών με τα εικοσιτέσσερα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου, αυτή η ακολουθία, μας περιγράφει κατά πρώτον τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, την επίσκεψη της Παναγίας στην Ελισάβετ, η οποία όπως είναι γνωστό, θα γεννούσε σε λίγες εβδομάδες τον Τίμιο Πρόδρομο. Επίσης οι Χαιρετισμοί αναφέρουν το σκίρτημα του εμβρύου, μέσα στα σπλάχνα της Ελισάβετ, και την ομολογία της με χαιρετισμούς. Εν συνεχεία αναφέρονται στις υποψίες του μνήστορος Ιωσήφ, που δεν μπόρεσε να καταλάβει το μέγα μυστήριο της ενανθρωπίσεως του Θεού Λόγου, στη μήτρα της Παρθένου Μαριάμ, αλλά και την μετέπειτα απόλυτη πίστη του στην αλήθεια που του απεκάλυψε ο άγγελος Κυρίου. Οι Χαιρετισμοί ακόμα μας περιγράφουν εν συντομία, περιληπτικά πολύ, τη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού, την προσκύνηση των ποιμένων και των μάγων. Την Υπαπαντή του Κυρίου, από τον Συμεών τον Θεοδόχον. Τη φυγή Του στην Αίγυπτο και άλλα πολλά.
Πολλούς Χαιρετισμούς λέγουν προς την Παναγία, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο μνήστωρ Ιωσήφ, οι ποιμένες, οι μάγοι, οι ουράνιες αγγελικές δυνάμεις, και όσοι πιστεύουν από τους χριστιανούς στην Θεανθρωπότητα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, διά μέσου της Παρθένου Μαρίας εκ Πνεύματος Αγίου.

Η δική μας απάντησις σε όλους αυτούς τους Χαιρετισμούς είναι το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε». Τι σημαίνει όμως αυτό το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε»; Νυμφίος της Εκκλησίας, εδώ στους Χαιρετισμούς, ονομάζεται και ο Θεός Πατέρας. Νύμφη Του, είναι η Παρθένος Μαριάμ, αφού αυτή είναι που γέννησε τον Υιόν και Λόγον του Θεού, τον ομοούσιον με τον Πατέρα, ως Θεάνθρωπον στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, τον Νυμφίο της Εκκλησίας.
Μα η Παναγία είναι και «Νύμφη Ανύμφευτε». Και είναι Ανύμφευτη επειδή γέννησε χωρίς άνδρα και εκ Πνεύματος Αγίου τον Χριστόν. Το πώς ο Χριστός, ο αληθινός Θεός, εισήλθε στη μήτρα της Παρθένου, αυτό παραμένει μυστήριο αξεπέραστο για τα δικά μας πεπερασμένα και φτωχά μυαλά.
Ακατάληπτος ο τρόπος της συλλήψεως, ακόμα και για τους αγγέλους και αρχαγγέλους και τις λοιπές ουράνιες δυνάμεις. Μόνον ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει τον τρόπον που χρησιμοποίησε για να γίνει αυτή η σύλληψις, και να γίνει άνθρωπος, τέλειος άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι και τέλειος Θεός, ο Θεάνθρωπος Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου.

Γι’ αυτό αδελφοί μου, όποιος από τους χριστιανούς λέγει τακτικά με σταυρωτό κομποσκοίνι, «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με», «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», αυτός ο χριστιανός βρίσκει πολλή την Χάριν, και πολύ πνευματικό πλούτο απολαμβάνει, και ασφαλώς εισακούονται όλα τα αιτήματά του.

Στην παράδοση της Εκκλησίας μας, μάς αναφέρεται και το εξής θαυμαστό γεγονός για την δύναμη που έχουν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Θα πούμε αυτό το γεγονός, αυτήν την ιστορία.
Στα παλιά χρόνια, δηλαδή πριν από το 1800, κάποιος εκεί τότε, - υπήρχαν πολλοί λησταί, όπως είναι γνωστό, που στήνανε καρτέρι στα σταυροδρόμια, και λήστευαν τους περαστικούς,- κάποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους αρχιληστάς είχε βάλει μερικούς συντρόφους, να στήνουν το καρτέρι τους σε ένα σταυροδρόμι που ήτο αναγκαστικό πέρασμα για τους περαστικούς πεζοπόρους, από τη μια πόλη στην άλλη. Και όποιος περνούσε, είτε ήταν μόνος του, είτε ήταν δύο είτε τρείς, τους λήστευαν.
Και μετά τους άφηναν να φεύγουν, δεν τους έκαναν κακό. Δεν τους τραυμάτιζαν, δεν τους κακοποιούσαν.
Κάποτε πέρασε απ’ αυτό το σταυροδρόμι και ένας άγιος μοναχός. Εκείνος, - τον σταμάτησαν βέβαια και τον λήστεψαν, τι να πάρουν από έναν μοναχό, τέλος πάντων, ό,τι είχε – δεν έφυγε. Παρακάλεσε τους ληστάς να τον οδηγήσουν στο λημέρι του αρχηγού τους, - λέει «τι τον θέλεις;»
-Α, λέει, θα σας πώ κάτι πολύ σπουδαίο. Σε λίγο θα περάσει ένας πολύ μεγάλος και πλούσιος έμπορος φορτωμένος διαμάντια, αλλά, θέλω να του πώ, πώς θα είναι ντυμένος, για να τον καταλάβετε, γιατί θάχει μαζί του πολλά τα κουρέλια.
Έτσι και έγινε, όχι για να μην του χαλάσουν το χατίρι, αλλά για τις απολαβές που θα είχε.
Τον πήγαν λοιπόν.. μόλις συναντήθηκε ο μοναχός με τον αρχιληστή, του λέγει ότι θα καλέσεις όλους τους ανθρώπους εδώ, για να τους πω αυτό το μεγάλο νέο, διότι είναι πολύ σπουδαίο.
Πράγματι λοιπόν, εκείνος τους μάζεψε.
Α, λέει, κάποιος λείπει. Να μου τον φέρετε κι αυτόν εδώ.
Λέει, τι τον θέλεις, αυτός μαγειρεύει τώρα για το μεσημέρι.
Όχι, να τον φέρετε.
Πάνε λοιπόν, εκείνος δεν ήθελε να ’ρθεί, και τον άρπαξαν με το ζόρι, και τον έφεραν μπροστά στο μοναχό.
Μόλις ο μάγειρας αντίκρισε τον μοναχό, δεν ήθελε να τον βλέπει.
Αλλά ούτε και ο μοναχός γύρισε να τον δει.
Αντιθέτως ο μάγειρας άρχισε να τρέμει, να τρέμει πολύ.
Τον ρωτάει λοιπόν ο μοναχός.
- Γιατί τρέμεις μάγειρα;
- Ε, - αναγκάστηκε εκείνος να ομολογήσει, - ότι ήταν διάβολος που είχε μετασχηματιστεί σε άνθρωπο, για να παρακολουθεί από κοντά αυτόν τον αρχιληστή.
Ο αρχιληστής όμως αυτός, είχε μια πολύ καλή συνήθεια.
Προσευχόταν στην Παναγία καθημερινά. Και πώς προσευχόταν; - λέει.
Διάβαζε κάθε μέρα τους Χαιρετισμούς. Πρωί και μεσημέρι και βράδυ. Την καλή αυτή συνήθεια την πήρε απ’ τη μάνα του. Την πήρε απ’ το σπίτι του, που του είχε μάθει τους Χαιρετισμούς από μικρό παιδί, και έτσι τους ήξερε από στήθους. Δηλαδή από μνήμης, και τους έλεγε χωρίς να τους διαβάζει.
Βέβαια, αργότερα πήρε τον κακό το δρόμο κι έγινε ληστής, παρά ταύτα όμως, τους Χαιρετισμούς δεν τους είχε αφήσει ούτε μια μέρα. Έτσι η Παναγία βρισκόταν κοντά του και τον φύλαγε.
Και τον φύλαγε επειδή περίμενε μια ευκαιρία η Παναγία για να τον σώσει, να τον φέρει σε μετάνοια, ν’ αλλάξει ζωή, να σωθεί.
Ο μάγειρας διάβολος, είχε σταλεί πάλι απ’ τον αρχισατανά για να τον σκοτώσει και να πάρει την ψυχή του στην Κόλαση. Δεν μπορούσε όμως γιατί τον εμπόδιζαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας. Περίμενε λοιπόν μια ευκαιρία. Ποια; Το πότε θα ξεχνούσε έστω και μία φορά, έστω και μια μέρα, να απαγγείλει ο αρχιληστής τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Τότε θα ήταν αφύλακτος από την προστασία Της, θα προκαλούσε για τη μοιρασιά, ανάμεσα στους ληστάς και τους συντρόφους του κάποια φασαρία, εκείνοι με την προτροπή βέβαια του διαβόλου μάγειρα, θα τον σκότωναν και έτσι θάπαιρνε την ψυχή του στην Κόλαση.
Μα η Παναγία τον προστάτευε και τον προστάτευε χάριν των Χαιρετισμών. Μπορεί να ήτο ληστής, αλλά δεν ήταν φονιάς. Παρά ταύτα όμως τους Χαιρετισμούς δεν τους άφησε. Μπορεί η ζωή του να ήτο άσχημη, να ήτο κακή, να ήτο αντιευαγγελική αλλά ο Θεός όμως που δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν, και ακούγοντας και τις μεσιτίες και τις παρακλήσεις της Παναγίας Μητρός Του, του έδωσε την ευκαιρία για να σωθεί. Μόλις λοιπόν ο αρχιληστής άκουσε αυτή την ομολογία από τον μάγειρο διάβολο, αμέσως φωτίσθηκε. Κατάλαβε τα τραγικά του λάθη. Τις αμαρτίες του, και κείνη τη στιγμή μετανόησε, και σώθηκε.
Η μετάνοιά του συγκλόνισε και τους άλλους ληστάς, τους συντρόφους του, και με τις οδηγίες του αγίου εκείνου μοναχού όλοι τους οδηγήθηκαν στο μεγάλο μυστήριο της ευσπλαχνίας του Θεού, δηλαδή στην Ιερά Εξομολόγηση. Και με την έμπρακτη αποκατάσταση όλων των κλοπιμαίων, όλοι οι λησταί μαζί με τον αρχιληστή εσώθησαν.
Τους έσωσαν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας.

Οι Χαιρετισμοί λοιπόν χριστιανοί μου, έχουν τεράστια σωτηριώδη σημασία, όταν τους διαβάζουμε ή τους απαγγέλουμε κάθε βράδυ με πίστη και ευλάβεια. Μας χαρίζουν την πλέον αποτελεσματική βοήθεια στην προσπάθειά μας και στον αγώνα που κάνουμε κάθε μέρα, για να νικήσουμε τα πάθη μας. Για να νικήσουμε το κακό, την αμαρτία και τον διάβολο.
Άλλωστε Εκείνη μας προτρέπει και μας λέγει «φωνάξτε με», ή «φωνάζετέ με», «φωνάζετε το όνομά μου, και γω θα σας βοηθώ πάντοτε».
Να με καλείτε ή με το «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», ή με το «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ μας», ή «σώσον με», ή «σώσον ημάς». Άλλωστε είναι και λειτουργικός ύμνος. Κάθε φορά που αναφέρουμε το όνομα της Παναγίας μας στη Θεία Λειτουργία, στον όρθρο ή τον εσπερινό, οι ιεροψάλτες μας να απαντούν «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς».
«Και γω θα έλθω», μας υπόσχεται η Παναγία, «θα σας βοηθήσω, και θα σας βοηθήσω σε όλες σας τις ανάγκες, σε όλους τους πειρασμούς της ζωής σας, στα βάσανα, στις θλίψεις και στις στεναχώριες. Θα είμαι πάντοτε κοντά σας. Μεσίτρια ακόμα και όταν θα βγαίνει η ψυχή σας, για να σας φυλάξω από τα εναέρια δαιμόνια. Αλλά και στη Δευτέρα Παρουσία του Υιού μου και Κριτού των πάντων και κει θα είμαι κοντά σας.»
Άλλωστε αυτό θα το δούμε σε λίγο, όταν θα απαγγείλουμε την προσευχή στην Υπεραγία Θεοτόκο που αρχίζει με το «Άσπιλε, αμόλυντε».


Χριστιανοί μου, ας αγαπήσουμε αυτή την προσευχή των Χαιρετισμών,
και την επίκληση του ονόματός Της,
και τότε εκείνη θα ανοίξει την πόρτα του Παραδείσου και θα μας σώσει.

Το εύχομαι εις όλους σας,
και σεις να το εύχεστε σε μένα,

Αμήν.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2005

Η αξία τής ευχής μέσα από τά πολλά είδη προσευχών



Ομιλία 131, Η Νοερά Προσευχή, μέρος 5ον
7.4.2005

Πριν πολλά χρόνια, χριστιανοί μου, όταν ζούσε ακόμα η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς, μου διηγήθηκε την εξής αξιοθαύμαστη εμπειρία της, που της συνέβη στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, τότε που υπήρξε μεγάλη πείνα, η γύμνια και η παντελής φτώχεια. Ήταν ακόμα κοσμική, λαϊκή, όχι μοναχή. Ήταν τόση μεγάλη η στέρησις από τρόφιμα που, μόλις και μετά βίας, εξοικονομούσε μια φετούλα ψωμάκι για όλη την ημέρα, τίποτε άλλο. Έτσι έφθασε εκείνη τη βαριά χρονιά η Μεγάλη Εβδομάδα. Έφθασε και το Μεγάλο Σάββατο και η κατάστασή της ήτο δραματική. Το βράδυ πήγε στην εκκλησία και κάθισε σε μια γωνιά, κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι και λέγοντας "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Όλοι οι χριστιανοί, που άρχισαν να καταφθάνουν στην εκκλησία, νωρίτερα γιατί ήταν Κατοχή, κρατούσαν και από ένα κερί, άλλος μικρό και άλλος μεγάλο. Και στο «Δεύτε λάβετε φως», εκείνη η καημένη δεν πήγε να πάρει φως γιατί δεν είχε ούτε ένα μικρό κεράκι.
- «Εσύ, Χριστέ μου», έλεγε μέσα της, «αποφάσισες να μην κρατάω ούτε μια μικρή λαμπαδίτσα, να᾽ναι ευλογημένο».
Και μέσα στην προσευχή της, εξέφραζε την αγωνία της για τις στερήσεις, την πείνα που την θέριζε, για την λαμπάδα που δεν είχε, ενώ συγχρόνως με δάκρυα στα μάτια έλεγε συνεχώς την ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" και το «να ᾽ναι ευλογημένο». Εν τω μεταξύ, είχε ειπωθεί το «Χριστός Ανέστη» και άρχισε η αναστάσιμη ακολουθία του όρθρου. Στη μέση της ακολουθίας λιποθύμησε από την εξάντληση της πείνας. Από την πείνα τόσων ημερών, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους γύρω χριστιανούς. Συνήλθε στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Θείας Πασχαλινής Λειτουργίας που αρχίζει, με το «Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός είναι ο Λόγος». Λες και άκουγε από το στόμα του λειτουργού ιερέως και πνευματικού της, χίλια ουράνια ραδιόφωνα να διαλαλούν αυτή την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως, που είναι και ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας. Αυτά τα λόγια χαράχτηκαν βαθιά μέσα στην ψυχή της και την κατέλαβαν ολόκληρη ψυχοσωματικά και της δημιούργησαν ένα πρωτόγνωρο αξιοθαύμαστο χορτασμό και στην καρδιά και στις αισθήσεις και στο σώμα που αδυνατούσε να τον περιγράψει με λόγια. Ήταν χορτάτη! Και στην ψυχή και στο σώμα. Χορτάτη!
Αργότερα, της ήρθε ο λογισμός και η εσωτερική πληροφορία ότι οι Πατέρες της ερήμου και οι μεγάλοι αναχωρητές αυτόν τον υπερχορτασμόν αισθάνονται και βιώνουν, γι’ αυτό και δεν τρώνε και δεν γεύονται γι’ αρκετό καιρό τίποτα. Και άρχισε να αισθάνεται την πληρότητα αυτή στην ψυχή της, ταυτόχρονα με έναν υπερουράνιο χορτασμό που της πρόσφερε άρρητα ρήματα κατά την ομολογία της την ταπεινή, με υπερκόσμια ευωδία και άρρητη γεύση, σαν να είχε γευθεί τα γλυκύτερα μέλια και όλα τα γλυκά τούτου του κόσμου. Μια ακατάπαυστη ουράνια γλυκύτητα και πνευματικό χορτασμό αισθάνθηκε να καταπλημμυρίζουν όλους τους πόρους του σώματός της και όλες οι αισθήσεις της ψυχής της να πληρούνται από ουράνιο πλούτο. Η καρδιά της νόμιζε ότι θα σπάσει από την πολλή ευτυχία που απολάμβανε διότι, ενώ εκείνη δοξολογούσε τον Θεόν, με τη διπλή ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», ταυτόχρονα μέσα στην καρδιά της έψαλε, μαζί, όχι με το πλήθος των χριστιανών αλλά και με πλήθος αγίων αγγέλων το «Χριστός Ανέστη». Γι’ αυτό, μετά την Θεία Κοινωνίαν της, και πριν τελειώσει η αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, έφυγε αμέσως και πολύ γρήγορα για το σπίτι της, για να μη χάσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο που βίωνε ψυχοσωματικά με τόση μεγαλοπρέπεια. Και εκεί δεν ήθελε να φάει αυτό που τόσο φτωχά είχε ετοιμάσει μια ξαδέλφη της. Τίποτα, μα τίποτα. Ούτε μια σταγόνα νερό.
Και επανέλαβε :
- Πάτερ Στέφανε, τα χείλη μου δεν μπορούσαν να εξιχνιάσουν την ουράνια γεύση που αισθάνονταν και ήσαν, πως να το πω, σαν να εγεύοντο χίλια μέλια Θείας Χάριτος.
Είναι δικές της εκφράσεις. Στη συνέχεια, έκανε λόγο για υπέρλογες καταστάσεις Θείας Χάριτος, που δέχεται η ψυχή του χριστιανού, που προσεύχεται με την ευχούλα, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
- Όταν η ευχή, έλεγε η γερόντισσα, αποκτήσει τη δική της καρδιακή νοερά ενέργεια, τότε ο προσευχόμενος νους βλέπει, βλέπει μέσα στην καρδιά όχι το δικό του το κτιστό φως, αλλά το φως και τη δόξα του Θεού. Έρχεται δηλαδή σε κατάσταση θείας μακαριότητος και θείας ελλάμψεως, και κατακλύζεται από άφθονα αυθόρμητα δάκρυα, που έχουν τόση γλυκύτητα, ώστε οι Πατέρες της Εκκλησίας αυτά τα δάκρυα να τα ονομάσουν γλυκύρροα. Ταυτόχρονα μια ουρανοφόρος ευωδία καταλαμβάνει όχι μόνον τον προσευχόμενο χριστιανό, αλλά και ολόκληρο το χώρο γύρω του.
Αυτά, κατά την αείμνηστη γερόντισσα Μακρίνα.

Πλουτίζει ο χριστιανός, αδελφοί μου, πλουτίζει ο χριστιανός που λέγει την ευχή. Πλουτίζει πνευματικά. Πλουτίζει από θείες Τριαδικές δωρεές αλλά όχι χωρίς κόπους, πειρασμούς και σκληρούς πνευματικούς αγώνες για να απαλλαγεί από τα μύρια πάθη που έχει μέσα του και κυρίως την ψωροϋπερηφάνεια.
Εμείς, ως αρχάριοι, θα επιμένουμε στην προφορική ευχή με τα χείλη ψιθυριστά, ή ακόμα καλύτερα όταν θα τη λέμε από μέσα μας.
Ο δρόμος αυτός της νοεράς καρδιακής προσευχής είναι ο συντομότερος δρόμος για να συναντήσει η καρδιά μας το Χριστό, αλλά και ο πιο δύσκολος με πολλούς τους κινδύνους της πλάνης, γι’ αυτό είναι δύσκολος, αν δεν έχουμε έμπειρο οδηγό με πολλή ταπείνωση και αγάπη. Ολέθρια τα αποτελέσματα της πλάνης, ακόμα και γι’ αυτή τη σωτηρία της ψυχής μας. Γι’ αυτό και μείς αρκούμεθα προς το παρόν στην προφορική ευχούλα.
Τους σκληρούς αγώνες που έκανε η γερόντισσα Μακρίνα, η αείμνηστη, όταν ήταν ακόμα στον κόσμο ως λαϊκή, εμείς σήμερα όχι μόνο δεν μπορούμε να τους φτάσουμε αλλά ούτε καν να τους καταλάβουμε, με το κοσμικό μυαλό που έχουμε. Γιατί οι δικές μας οι σημερινές προσπάθειες είναι τελείως αναιμικές, αδύνατες, χλιαρές, νερόβραστες. Επίσης, ούτε πνεύμα θυσίας μας διακρίνει, ούτε πνεύμα συντετριμμένης και τεταπεινωμενης καρδίας. Είμεθα γεμάτοι από εγωισμό, κακία, πονηρία, κατάκριση, αισχρούς λογισμούς, δηλαδή γεμάτοι από πάθη, αδυναμίες, ιδιοτροπίες, ακόμα και κουσούρια. Η γκρίνια, τα παράπονα, οι θυμοί, τα νεύρα, και τα πείσματα, δεν λείπουν από καμιά οικογένεια. Γι’ αυτό και φυγαδεύεται η ειρήνη του Θεού, μέσα απ’ αυτήν. Για να επανέλθουμε σε τάξη και στο δρόμο του Θεού, θα χρησιμοποιούμε μέρα νύχτα την ευχούλα, αυτή και μόνον μας αρμόζει. Αυτή και μόνον μας αρκεί. "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με", με το στόμα ή από μέσα μας.

Χριστιανοί μου, είχαμε πει στα προηγούμενα κηρύγματά μας, ότι όταν λέμε από μέσα μας την ευχή, ο νους μας να είναι τόσο πολύ συγκεντρωμένος σ’ αυτήν, δηλαδή στο "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", ώστε να μην έχει σκέψεις, λογισμούς, μετεωρισμούς και φανταστικές εικόνες. Τέτοιου είδους προσευχή έκαμε και η αείμνηστη γερόντισσα Μακρίνα, από τότε που ήτο λαϊκή και ζούσε στον κόσμο.
Ο νους της παρέμεινε και ήτο ανεικόνιστος, δηλαδή δεν είχε μέσα εικόνες.
Ήτο ασχημάτιστος, δεν είχε μέσα σχήματα.
Ήτο ανίδεος, δεν είχε μέσα ιδέες και νοήματα.
Ήτο άμορφος, δεν είχε μορφές. Δηλαδή έκανε ευχή με το μυαλό τελείως κενό και άδειο. Ούτε μορφές αγίων, ούτε τη μορφή της Παναγίας, ούτε του Χριστού, ούτε παραστάσεις εκκλησιών, ούτε του Παραδείσου, ούτε αγαθά νοήματα, απολύτως τίποτα, άδειος ο νους, κενός. Διότι, ό,τι σχηματίζεται μέσα στο νου, είναι φανταστικά είδωλα, είναι είδωλα και δεν είναι πραγματικότητα.
Περιληπτικά, θα σας πω ότι αυτό είναι μια προσπάθεια επίμονη, κουραστική, βασανιστική, ματωμένη. Αυτό όμως δεν μπορεί να τηρηθεί όταν κάνουμε προσευχή μπροστά στο εικονοστάσι βέβαια, ή μέσα στη Θεία Λειτουργία. Τότε βλέπουμε τις εικόνες και διά μέσου αυτών πορευόμεθα εις τον Παράδεισον και εις τον ουρανόν, όπου εκεί η Βασιλεία του Θεού και οι ουρανοπολίτες άγιοι. Αν φεύγει το μυαλό μας, κατά την διάρκειαν αυτών των άλλων προσευχών, εννοώ, των καθημερινών, ή μέσα στη Θεία Λειτουργία, εμείς έχουμε υποχρέωση, το νου μας, το μυαλό μας δηλαδή, να το συμμαζεύουμε.
Υπάρχει, όμως, και η πνευματική προσευχή, με την νοερά ενεργειά της, για την οποίαν είπαμε προηγουμένως, όπου ο χριστιανός, αφοσιωμένος στην ευχή, κάθεται σε ένα σκαμνί ή είναι όρθιος, σκύβει το κεφάλι του αριστερά, και προς το μέρος του στήθους και αρχίζει να λέγει την ευχή με κλειστά τα μάτια, αμετεώριστα, αφάνταστα, ανεικόνιστα, ανίδεα, ασχημάτιστα, άμορφα, με βία πολλή, με πόνο σωματικό, και με λίγη τη βοήθεια της αναπνοής. Αυτή η προσπάθεια γίνεται μέσα στη νύχτα, σε απόλυτη ησυχία, με τα μάτια κλειστά, όπως είπα, και το νου βυθισμένο στην καρδιά, ενώ ο ενδιάθετος λόγος συνεχώς επαναλαμβάνει "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Και πάντοτε σε μια συγκεκριμένη ώρα της νυκτός, βυθισμένος ο ευχόμενος στο απόλυτο σκοτάδι και στην απόλυτη ησυχία. Κατ’ αρχάς αρχίζει μ’ ένα τέταρτο, ύστερα μισή ώρα, ύστερα μια ώρα, ύστερα κατόπιν όσο μπορεί, όσο αντέχει ο καθένας, και σύμφωνα με τις οδηγίες του απλανούς οδηγού και πνευματικού του. Πότε, λοιπόν, καθιστοί σ’ ένα σκαμνάκι και πότε όρθιοι, για να μη μας πιάσει ο ύπνος, λέμε την ευχούλα, βυθίζοντας το νου μας μαζί με την ευχή, και με όλη μας την εσωτερική αγαπητική διάθεση και προαίρεση μέσα στην καρδιά.

Πρέπει, όμως, να προσέξουμε κάτι το οποίον και συνιστούν οι Πατέρες, και το οποίον είναι γραμμένο και στα βιβλία «Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας» του γέροντος και παππού Ιωσήφ, του οσίου γέροντος και παππού Ιωσήφ, και του γέροντός μου «Πατρικές Νουθεσίες».
Ότι προηγείται μια βαθιά μελέτη του πάθους του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, δηλαδή της Σταυρικής Του Θυσίας. Μια μελέτη γύρω από το πως θα πεθάνουμε, αν ο θάνατος έλθει εκείνο το βράδυ. Πως θα αντικρύσουμε ή θα αντιμετωπίσουμε τα εναέρια τελώνια που θα διεκδικούν την ψυχή μας; Πως θα βρεθούμε μπροστά στο φοβερό κριτήριον του Χριστού, κατά την Δευτέραν Αυτού Παρουσία; Πως θα μας κρίνει δηλαδή ο Θεός; Και άλλες τέτοιες όμοιες κατανυκτικές παραστάσεις και στοχασμούς θα καλλιεργούμε πριν κάνουμε την ευχή.
Για να φθάσουμε, όμως, σ’ αυτήν την ευλογημένη προσπάθεια της νυκτερινής κατ’ αίσθησιν ενέργειας της νοεράς καρδιακής προσευχής, απαιτείται η τελεία κάθαρσις από όλα τα πάθη, τις αδυναμίες μας και τις ιδιοτροπίες μας. Για την κάθαρση εκ των παθών, που προηγείται της προσευχής ή το πώς η προσευχή βοηθεί στην κάθαρση και η κάθαρση ενισχύει την προσευχή, ομιλήσαμε στα προηγούμενα τέσσερα κηρύγματά μας.
Απαιτείται, λοιπόν,
τελεία ψυχοσωματική καθαρότητα.
Συμμετοχή με ακρίβεια στα σωστικά Πανάγια Μυστήρια.
Τήρησις του Ευαγγελικού θελήματος του Αγίου Θεού.
Καλλιέργεια των άλλων θειοτάτων αρετών.
Και πολλά άλλα τα οποία έχουμε επαναλάβει πάρα πολλές φορές.
Προς το παρόν, αυτόν τον υψηλό τρόπο θα τον αφήσουμε για λίγο στην άκρη και θα επιμένουμε πάρα πολύ στην προφορική ευχή, γι’ αυτό βάλαμε αυτό το δεκάλεπτο, το οποίον έχει άριστα αποτελέσματα από ό,τι καταλαβαίνω, ή τουλάχιστον να τη λέμε από μέσα μας, με την ταυτόχρονη τήρηση όλων των καθηκόντων και υποχρεώσεων που έχουμε προς την οικογένειά μας, προς την εργασία μας, και προς την Ορθόδοξη διδασκαλία της πίστεώς μας. Προηγείται η πράξις και έπεται η πνευματική θεωρία η λεγομένη αγιαστική. Προηγείται η μακρά και επίπονος περίοδος που λέγεται καθαρτική. Έπεται η φωτιστική και ακολουθεί η θέωσις και ο αγιασμός που ονομάζεται περίοδος τελειωτική ή θείας τελειώσεως ή ουρανίου θεωρίας, ή θεώσεως και τα λοιπά.

Εμείς εδώ, όμως, στα βραδινά μας αυτά κηρύγματα, επιμένουμε στο πρώτο στάδιο, το της καθάρσεως, το οποίον βοηθείται κατά πολύ και αποτελεσματικά από την προφορική προσευχή του Ιησού, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", και μάλιστα όταν αυτό κραυγάζεται από μέσα μας. Φωνάζεται από μέσα μας, το «-ται» με άλφα γιώτα, έ, φωνάζεται, από μέσα μας. Δεν ακούγεται τίποτα απ’ το στόμα, δυνατή είναι η εσωτερική κραυγή και ο πόνος της ψυχής μας, για να τύχουμε του θείου ελέους, και γίνεται με όλη μας τη θέληση, με όλη μας την καλή διάθεση, με ζωντανή την πίστη προς την παντοδυναμία και την αγάπη του Αγίου Θεού. Με όλη μας την καρδιά. Και τότε η προσευχή μας με την προφορική ευχούλα και το κομποσχοινάκι στο χέρι, αυτή η προσευχούλα, αυτή η ευχούλα κάνει θαύματα.

Και θα το αποδείξουμε με μια αληθινή ιστορία που αποδεικνύει όχι μόνον την δύναμιν της προσευχής, αλλά και την παντοδυναμία της πίστεως.
Μια χριστιανική συντροφιά, από θεοσεβείς Έλληνας προσκυνητάς, επισκέφθηκαν τη Βόρεια Ρωσία, το 1994. Στη περιοχή της Καρελίας, πριν από την επανάσταση του Λένιν, υπήρχαν περισσότερες από εξακόσιες εκκλησίες. Όλες γκρεμίστηκαν. Ή μετατράπηκαν από τους Μπολσεβίκους σε θέατρα, κινηματογράφους, αποθήκες, σταύλους, εργοστάσια και λοιπά.
Στην πόλη Ολονέτς σώθηκε μόνον η μικρή εκκλησία του κοιμητηρίου. Το 1925 οι μπολσεβίκοι απεφάσισαν πως σαν αχρείαστο πράγμα έπρεπε να γκρεμιστεί και το μικρό εκκλησάκι. Μάζεψαν, λοιπόν, τα σύνεργά τους και ξεκίνησαν για να τη γκρεμίσουν. Μόλις το έμαθε μια πιστή χωριατοπούλα, έτρεξε γρήγορα, πέρασε ανάμεσα από τους εργάτες και τους αστυνομικούς, και μπήκε στο ναό ασφαλίζοντας όλες τις πόρτες. Δυό είχε όλες και όλες. Προσπάθησαν, με απειλές πρώτα, και ύστερα με γλυκόλογα να την πείσουν να βγει έξω. Μάταια. Στο τέλος ο επικεφαλής έδωσε την εντολή να την αφήσουν και να φύγουν. Σε λίγες μέρες θα είχε τελειώσει η αποκοτιά αυτής της χωριάτισσας, μια και δεν θα είχε ούτε να φάει, ούτε να πιεί, βάζοντας και μια πρόχειρη φρουρά έξω απ’ την εκκλησία.
Πέρασαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, και η κοπέλα των εικοσιπέντε ετών δε βγήκε έξω. Έμεινε μέσα στην εκκλησία κλεισμένη για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Πότε-πότε και πολύ κρυφά φρόντιζαν οι γείτονες να της ρίπτουν από κάποιο ανοιχτό παραθυράκι κάποια ξεροκόματα, ή αν εύρισκαν λίγο φαγητό, και αυτό πολύ σπάνια, γιατί οι φρουροί ήσαν άγρυπνοι. Το κρύο στην περιοχή εκείνη το χειμώνα έφθανε στους σαράντα βαθμούς υπό το μηδέν. Η γενναία ψυχούλα της με το ασθενικότατο σώμα τα υπέμεινε όλα. Τα υπέμεινε όλα με πίστη δυνατή και με την βοήθεια της προσευχής.
Με την έναρξη του πολέμου μεταξύ Ρωσίας-Γερμανίας, τα πράγματα χαλάρωσαν τελείως όσον αφορά τους χριστιανικούς διωγμούς, και η χωριατοπούλα μας που ήταν πλέον σαράντα ετών, γύρισε σπίτι της προς θαυμασμόν όλων των κατοίκων.
Το 1961, με τους διωγμούς του Χρουτσώφ, οι αρχές της πόλεως απεφάσισαν και πάλι να γκρεμίσουν την εκκλησία. Η γυναίκα αυτή, μόλις το πληροφορήθηκε, έτρεξε πάλι μέσα στην εκκλησία και αυτή τη φορά έμεινε δέκα χρόνια. Η εκκλησία χάρη στην αυτοθυσία της σώθηκε. Όταν κατάλαβε ότι η εκκλησία δεν κινδυνεύει πλέον, επέστρεψε στο σπίτι της. Θέλησε, όμως, να αφιερωθεί πλέον ολοκληρωτικά στον Κύριο. Έτσι ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και πήρε το όνομα … Βαρβάρα.
Επειδή τα μοναστήρια είχαν κλείσει δεν υπήρχε κανένα ανοιχτό, μόναζε στο φτωχικό σπιτάκι της εκτελώντας με συνέπεια τα μοναχικά της καθήκοντα κάτω από την επίβλεψη πνευματικού πατρός.
Εκοιμήθη οσιακώς το 1996, έχοντας περάσει 25 ολόκληρα χρόνια από τη ζωή της μέσα σε ένα μικρό ναό, μόνη, κατάμονη, για να εμποδίσει τους αθέους να την γκρεμίσουν. Εκοιμήθη περίπου εκατό ετών. Αυτό σημαίνει ότι το ένα τέταρτον της ζωής της, δηλαδή 25 χρόνια, 15 την πρώτη φορά και 10 την δεύτερη, και μάλιστα τα νιάτα της, τα έζησε μέσα σε φοβερές στερήσεις, και τραγικές συνθήκες. Σε ολόκληρη την Βόρειο Ρωσία και στην περιοχή της Καρέλιας και μάλιστα στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την Ολονέτς, όλοι μιλούνε με πολλή συγκίνηση για την απλή εκείνη χωριατοπούλα, που τόλμησε να τα βάλει με μια υπερδύναμη, όπως ήταν τότε η Σοβιετική Ένωση. Αντιστάθηκε με τη χάρη του Θεού, την πίστη και την προσευχή της και νίκησε. Και νίκησε κατά κράτος το άθεο καθεστώς των Σοβιέτ, το κράτος του διαβόλου και το κράτος της κακίας. Δεν αποκλείεται η εκκλησία της Ρωσίας και το Πατριαρχείο της αργότερα να την ανακηρύξει και Αγία. Το ευχόμεθα.
Αλήθεια, χριστιανοί μου, ποιος από μας θα μπορούσε να το κάνει αυτό το πράγμα. Κυρίως γυναίκα. Ποιος τη συντηρούσε τόσα χρόνια μέσα στο ναό; Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όταν κάποιοι γείτονες της έρριπταν από το παράθυρο, αν ήταν και αυτό ανοικτό, κανένα κομμάτι ξερό ψωμί, ποιος την έτρεφε; Ασφαλώς, ο Θεός που άκουγε, όμως, την δυνατή προσευχή της. Διότι, όπως έλεγε, όλη την ημέρα προσηύχετο. «Παναγία, βοήθησέ με», «Χριστέ μου, σώσε με». Επικαλείτο, επίσης, αγγέλους και αγίους.
Ποιος την ζέσταινε όταν το κρύο το χειμώνα έφτανε σαράντα βαθμούς υπό το μηδέν; Ο Χριστός ασφαλώς, που ανταποκρινόμενος στην θερμή της προσευχή, και τη ζωντανή πίστη της, έκαμε την παγωνιά ζεστή θεϊκή αγκαλιά. Ήτο πλέον φυσικό, ο Θεός να της δώρισε και το μεγάλο χάρισμα, που δίδει και σε ορισμένους αγίους, ώστε τον μεν χειμώνα να μην κρυώνουν, το δε καλοκαίρι ούτε να ζεσταίνονται, ούτε και να ιδρώνουν.
Ποιος αντικαθιστούσε τα κουρελιασμένα από την πολυκαιρία ρουχαλάκια της. Ο Θεός δια της προσευχής της.
Ποιος την πότιζε με λίγο δροσερό νερό, που δεν υπήρχε μέσα στο ναό; Η πίστη της, μέσω της προσευχής!
Ποιος την παρηγορούσε στη μοναξιά της, ιδίως τις βαριές ημέρες του χειμώνος; Και πως άντεχε μόνη, κατάμονη, χωρίς καμιά ανθρώπινη παρηγοριά, όλη αυτή τη φοβερή μοναξιά και το σκοτάδι; Η καθημερινή της προσευχή, που ενισχύετο από την πίστη της. Με παρόντα, ασφαλώς, τον Θεόν, την Υπεραγία Θεοτόκο, το σύνολον των Αγίων και των αγγέλων.
Ποιος σταματούσε τους υπευθύνους να σπάσουν τις πόρτες και με τις ξιφολόγχες οι στρατιώτες να κατασφάξουν την ευλογημένη εκείνη γυναίκα που τους αντιστέκετο; Ο Χριστός και η Παναγία μας. Αλλά μέσα από τη δική της φλογερή πίστη και προσευχή.
Ναι, η προσευχή της ήταν
η τροφή στην πείνα της,
το νερό στην δίψα της,
η ζεστασιά στο κρύο,
η δροσιά στην κάψα,
η προστασία στους κινδύνους,
η παρηγοριά στην μοναξιά της,
η ασφάλεια στους φόβους.
Η καθημερινή και θερμοτάτη προσευχή της Βαρβάρας που χαρίζει δύναμη και χάρη στην πίστη έκανε δύο θαύματα.
Με το πρώτο διατηρήθηκε στη ζωή εν Χριστώ και ακμαιοτάτη.
Και με το δεύτερο θαύμα απέδειξε τη νίκη της Ορθοδόξου πίστεως, μέσω μιας και μόνης ψυχής, απέναντι σε ένα ολόκληρο άθεο σιδερόφρακτο κράτος των τριακοσίων εκατομμυρίων.

Λέγαμε, χριστιανοί μου στο περασμένο μας κήρυγμα, ότι η ευχή, το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", χωρίζεται σε δύο μέρη. Το δογματικό και το ικετευτικό. Το δογματικό μέρος περιλαμβάνει τις τρείς πρώτες λέξεις, το «Κύριε Ιησού Χριστέ», που είναι αναγνώρισις της θεότητος του Ιησού Χριστού. Και το ικετευτικό μέρος περιλαμβάνει τις άλλες δυό λέξεις «ελέησόν με», που είναι η παράκλησις για τη σωτηρία μας. Δηλαδή έχουμε ομολογία πίστεως στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, η οποία ομολογία συνδέεται με την άλλη ομολογία, της αδυναμίας μας, να σωθούμε μόνοι μας, γιατί είμαστε αμαρτωλοί. Ακριβώς πάνω σ’ αυτά τα δύο σημεία, στηρίζεται όλος ο αγώνας του χριστιανού.
Πρώτα στην πίστη προς την Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, και
δεύτερον στην συναίσθηση της αμαρτωλότητός Του.
Έτσι με την ευχή συνοψίζομε και ολόκληρη την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας.

Ο προσωρινός τρόπος της ευχής από μέσα μας, ή και ψιθυριστά, και πότε και πότε και λίγο με την βοήθεια της αναπνοής, μαζί με την προσοχή και μαζί με όλα τα άλλα μέσα θεραπείας, που παρέχει η Εκκλησίας μας είναι τα πλέον απαραίτητα βοηθήματα για να μη μετεωρίζεται ο νους μας.
Πολλοί από σας με ρωτήσατε, πως τελικά να λέμε την ευχή.
Υπάρχουν αμέτρητες προσευχές με διαφορετικούς τρόπους η κάθε μία, που μας εδόθησαν από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας και όλες τους έχουν πνεύμα αληθείας και πολλή την ωφέλεια.
Η συντομότερη και η δυνατότερη προσευχή είναι το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Όταν λέμε την ευχούλα με πολλή ταπείνωση σαν να είναι Παρών μπροστά μας ο ίδιος ο Κύριος, ο Χριστός, ο Θεός. Γίνεται παντοδύναμη η προσευχή μας όταν τη λέμε με όλη μας την καρδιά, και πιστεύουμε σ’ αυτό που λέμε. Η ταπείνωσις, το συντετριμμένο πνεύμα, η θερμή πίστις και η αγάπη προς τον Σωτήρα Χριστόν, προσελκύει τη χάρη Του και μας ελεεί. Οι καθημερινές προσπάθειες για πνευματικό αγώνα, που αποβλέπει στην εσωτερική καθαρότητα των λογισμών, βοηθάει την προφορική προσευχή, δηλαδή το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν", και όταν την λέμε διαρκώς από μέσα μας, αποκτά πνευματική ευωδία και πλουτίζεται ο νους μας από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Δοκιμάστε το και θα το δείτε.
Γι’ αυτό και πρέπει να επιμένουμε στο να λέμε την ευχή είτε ψιθυριστά είτε από μέσα μας, παρά τις αντιδράσεις που θα προκαλεί ο διάβολος επειδή θα ενοχλείται και θα μαστιγώνεται από το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Με το πέρασμα του χρόνου, θα διαπιστώσουμε το εξής ουράνιο και θαυμαστό. Ψυχοσωματικά θα καταστούμε μυρωμένα δοχεία του Παναγίου Πνεύματος. Άνδρες και γυναίκες, έγγαμοι και άγαμοι, νέοι και νέες, ιδιαιτέρως τα παιδιά, θα μοσχοβολούν σαν θυμίαμα, σαν θυμίαμα ευωδιαστό, και τα πρόσωπά τους θα λάμπουν από μια παράδοξη λάμψη ή φωτεινότητα από τη Θεία Χάρη της νοεράς ενέργειας του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θα λέγεται από μέσα μας.
Και αυτή η δωρεά, χορηγείται με τη βασική προϋπόθεση
ότι συμμετέχουμε στα μυστήρια,
ότι προσέχουμε τις αισθήσεις μας,
ότι παλεύουμε με τις αδυναμίες μας,
ότι συγχωρούμε τον πλησίον μας που μας έχει πειράξει, που μας έχει αδικήσει και που διαρκώς μας συκοφαντεί.
Ότι καλλιεργούμε τη σιωπή δένοντας τη γλώσσα μας από την κατάκριση.
Ότι μελετάμε καθημερινά την Αγία Γραφή, ιδιαιτέρως την Καινή Διαθήκη και το Ψαλτήρι. Και
ότι μας διακρίνει το πνεύμα της θυσίας, της αγάπης, της κατανοήσεως και της έμπρακτης συμπαραστάσεως στα προβλήματα που έχει η οικογένειά μας.
Και τότε και μόνον τότε η ευχή, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", καθίσταται, όχι μόνον φάρμακο θεραπείας, αλλά και προθάλαμος της Βασιλείας των Ουρανών και πρόγευσης της αιωνιότητος.

Μας ταλαιπωρούν οι αδυναμίες μας; Και ποιόν δεν ταλαιπωρούν οι αδυναμίες και τα πάθη; "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με".
Μας φθονούν; Μας ζηλεύουν; Μας κατατρέχουν; "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με" ή «Ελέησε και φώτισε τον τάδε ή την τάδε».
Υπάρχουν αρρώστιες στην οικογένειά μας; Βάσανα; Στεναχώριες; Θάρρος, χριστιανοί μου! Ο Ιησούς νενίκηκε τον κόσμο της φθοράς και της κακίας. Γι’ αυτό και βεβαίωσε ότι «εν τω κόσμω τούτω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον». Γι’ αυτό κάλεσε και συ επιμόνως τον Ιησού, και να η παρηγοριά θα ανατείλει ως άλλος ήλιος, τρισήλιος, μέσα στην ψυχούλα σου.
Σε καταλαμβάνουν οι απογοητεύσεις; Μην αμελείς να στηρίζεσαι, μάλλον να στηρίζεις τις ελπίδες σου στο παντοδύναμο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εις το οποίον «πάν γόνυ κάμπτει και επουρανίων, και επιγείων και καταχθονίων», και θα γεμίσει η ψυχή σου από ουράνια δύναμη.
Βάλε βία στην προσευχή. Διότι οι βιασταί αρπάζουσι τη Βασιλεία του Θεού.
Γρήγορα θα κτυπηθούμε από την ακηδεία, απ’ την αμέλεια, απ’ τη ραθυμία, απ’ την τεμπελιά, από το «δε βαριέσαι». Από δήθεν κούραση. Και θα μας κυριεύει συνεχώς το πνεύμα της αναβολής.

Σήμερα κοπίασε στην προσευχή του ονόματος του Ιησού Χριστού, όχι αύριο.
Σήμερα η βία.
Σήμερα ο κόπος.
Σήμερα ο πόνος και η λαχτάρα για προσευχή. Διότι το "Κύριε Ιησού Χριστέ", το γλυκύτατο αυτό όνομα του Χριστού μας, είναι η ζωή της ψυχής, είναι η πνοή της καρδιάς, η χαρά των αισθήσεων. Είναι το έαρ, το μυροβόλον, που δημιουργεί την πνευματική άνοιξη στον κάθε χριστιανό που βιάζεται με την ευχή, κατά τις εκφράσεις του δικού μου πνευματικού πατρός.

Ένας πολύ μορφωμένος χριστιανός, με πολλά πανεπιστημιακά διπλώματα και μάστερ, ο οποίος ήθελε να μονάσει, όχι όμως σε κοινόβιο, αλλά πάνω ψηλά στην έρημο του Αγίου Όρους, στα Κατουνάκια, στην Κερασιά, στον Άγιο Βασίλειο, είχε ακούσει για κάποιον μοναχό, - πριν από χρόνια αυτό βέβαια,- στα μέρη εκείνα, που ήταν απλός. Είχε γνωρίσει την απάθεια μέσα απ’ τον κόπο και βίωνε την νοερά ενέργεια της καρδιακής προσευχής, δηλαδή το "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", στην πλήρη πνευματική ενέργειά της.
Τι κόπο κατέβαλε αυτός ο μοναχός; Από το πρωί που θα ξυπνούσε μέχρι το βράδυ εργαζόταν συνεχώς. Καταπονούσε το σώμα του. Και βοηθούσε τους πάντες… Πήγαινε και ρωτούσε όποιον είχε δουλειά
- «Πατέρα μου, έχεις καμιά δουλειά να σου κάμω, να σε βοηθήσω θέλω».
Πρόθυμος ήταν σε όλα τα κελιά της ερήμου, και έτρεχε παντού και βοηθούσε. Όταν δεν είχαν καμιά δουλειά οι πατέρες, έπαιρνε ένα τσουβάλι άμμο, το φορτωνόταν στον ώμο και το κατέβαζε απ’ το βουνό στη θάλασσα, και απ’ τη θάλασσα στο βουνό, λέγοντας συνεχώς το όνομα του Ιησού, "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν". Ζούσε με αυτόν τον υπερβάλλοντα ζήλο, και τον αδιάκοπον αυτόν κόπον του σώματος, χωριστά βέβαια τα μοναχικά του καθήκοντα, οι κανόνες, οι προσευχές, οι αγρυπνίες, οι ακολουθίες. Αυτά είχαν τη θέση τους. Ο υπόλοιπος χρόνος του ήταν ένας διαρκής κόπος.
Λέγοντας την ευχή με αυτόν τον τρόπο και με την προθυμία και την αγάπη που είχε σε όλους τους συνασκητάς και αδελφούς, κατάφερε να φθάσει στα όρια της απαθείας, δηλαδή να αποβληθούν από μέσα του όλα τα πάθη. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θεοδιδάκτως άρχισε να νοιώθει κάποια σκιρτήματα του Παναγίου Πνεύματος, να ζει κάποιες διαφορετικές πνευματικές καταστάσεις. Πολλές φορές βρέθηκε απ’ το βουνό στη θάλασσα και απ’ τη θάλασσα στο βουνό, χωρίς να καταλάβει, σαν να ήταν μόνον ένα βήμα. Και όχι μόνον αυτό. Άρχισε να πάλλεται η καρδιά του με το όνομα του Κυρίου, και βέβαια να νοιώθει όσα ουράνια ένοιωθε από τα οποία τα περισσότερα δεν τα καταλάβαινε.
Τον επισκέφθηκε, λοιπόν, ο πολύξερος αυτός καθηγητής για πρώτη φορά και εσκέπτετο να πάει να μείνει για πάντα κοντά του. Του είπε λοιπόν ο εν λόγω μοναχός :
- Αγαπητέ μου εγώ δεν ήξερα τίποτε απολύτως από αυτά, ούτε από ευχή, ούτε τι θα πει απάθεια, τίποτα, τίποτα δεν ήξερα, ήμουνα όμως πρόθυμος να βοηθώ τους πάντες, να κάνω ό,τι έκανα και τώρα άρχισα στα γεράματα να διαβάζω φιλοκαλία, τώρα την άρχισα. Τώρα άρχισα να διαβάζω και πνευματικά βιβλία και τώρα άρχισα να καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει μέσα μου, και ότι όλα όσα έγραψαν οι Πατέρες είναι αληθινά και σωστά διότι πρώτα είχαν ουράνια βιώματα και ύστερα κάθισαν και έγραψαν τις εμπειρίες τους. Αν και από αυτά, συνέχισε ο μοναχός, τα πιο πολλά πάλι δεν τα καταλαβαίνω. Λοιπόν, αν θέλεις να μείνεις κοντά μου, κόπο. Πολύ κόπο. Κόπος χωρίς έλεος. Κόπο, αγρυπνία και ευχή. "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Μόνον έτσι θα γνωρίσεις την αλήθεια, τον Θεό, τον Χριστό και ό,τι Αυτός χαρίζει στον αγωνιζόμενο.
Ο καθηγητής, όμως, με τις πολλές περγαμηνές δεν κάθισε ούτε μια μέρα.

Χριστιανοί μου, στον πνευματικό αγώνα, κατά τους Πατέρες θα δώσουμε,
στο σώμα τον κάματο, με τις κατά δύναμιν στρωτές μετάνοιες, όσοι μπορούμε, την ορθοστασία, τα σταυρωτά κομποσχοίνια, τον πρόθυμο χειρονακτικό κόπο μαζί με την ευχή, για να περιορίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο το αίσθημα της σωματικής αναπαύσεως. Και αυτό γι’ αυτούς που έχουν υγεία. Οι μεγάλοι στην ηλικία, οι ασθενείς, οι ανήμποροι, θα δώσουν λίγα. Αλλά με το νου καθαρό και την καρδιά γεμάτη πίστη και αγάπη.
Στην όραση θα δώσουμε αγρυπνία, θα δώσουμε την μελέτη της Αγίας Γραφής και ιδιαιτέρως της Καινής Διαθήκης και του Ψαλτηρίου.
Στην ακοή θα δώσουμε την ακρόαση του θείου λόγου και της ιεράς ψαλμωδίας.
Στην όσφρηση δεν θα δώσουμε μόνον της μιας στιγμής το άρωμα του θυμιάματος, αλλά θα δώσουμε και την ευχή, διότι αυτή θα μας δώσει τη θεία όσφρηση που έχει ουράνια την ευωδία της. Θα μυρίζουμε, δηλαδή τον ουρανό.
Στη γεύση θα δώσουμε την εγκράτεια, και την κατά δύναμη νηστεία. Και δια της γεύσεως κατόπιν πνευματικά, θα αποκτήσουμε και γεύση αθανασίας και αιωνιότητος.
Στην αφή θα δώσουμε ησυχία, κόπο και πόνο, με κάποιες μορφές τραχύτητος και κακοπάθειας, με τη σύμφωνη πάντοτε γνώμη του πνευματικού πατρός ή και γέροντος.

Εμείς, όμως, που ζούμε μέσα στον κόσμο, μπορούμε να λέμε ευκαίρως ακαίρως "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", πότε φωναχτά, πότε ψιθυριστά, και συχνότερα από μέσα μας, με τον ενδιάθετο λόγο, μέχρι να τη συνηθίσει ο νους μας. Όταν θα γίνει αυτό το πράγμα, τότε ο νους σαν χταπόδι, φάπ από μέσα, από την στοματική κοιλότητα θα αρπάξει την ευχή, και θα την κλείσει μέσα του. Και όταν γίνει αυτό, - μέχρι εδώ να φτάσουμε, φτάνει, είναι υπέροχο, - θα δούμε ότι έχουμε περισσότερη ευκολία και άνεση, και οι δωρεές του Θεού έρχονται πλουσιοπάροχες στην καρδιά μας, στην οικογένειά μας, στα παιδιά μας, στην εργασία μας.

Υπάρχουν πολλών ειδών προσευχές που είναι όλες ευπρόσδεκτες απ’ το Θεό. Άλλωστε τις έχει επιβάλλει η εκκλησία μας με τη μορφή των διαφόρων ακολουθιών, όπως είναι το Μεσονυχτικό, ο Εξάψαλμος, ο Όρθρος, οι Ώρες, ο Εσπερινός με την Ενάτη, το Απόδειπνο, μικρό και μεγάλο, οι Χαιρετισμοί της Παναγίας, οι Παρακλήσεις της Παναγίας, Μικρή και Μεγάλη, οι παρακλήσεις των Αγίων… Επίσης υπάρχουν και ειδικά βιβλία, εκκλησιαστικά, βέβαια, όπως είναι τα Μηναία, η Παρακλητική, το Ψαλτήριον, το Τριώδιον, το Πεντηκοστάριον, το Ωρολόγιον και άλλα πολλά βιβλία, που η Εκκλησία μας τα χρησιμοποιεί ανάλογα με τις περιόδους που διανύει. Προσευχές θα βρούμε και μέσα στην Αγία Γραφή, με πλούσια παραδείγματα.
Έχουμε δέκα λεπτά ακόμα, ας πούμε κάνα δυο παραδείγματα.
Προσηύχετο παραδείγματος χάρη ο Απόστολος Παύλος αδιαλείπτως, εφαρμόζοντας τη δική του προτροπή προς τους Θεσσαλονικείς, και δια των Θεσσαλονικέων προς όλους τους χριστιανούς απανταχού της γης, «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι», που ᾽ναι συγχρόνως και Ευαγγελική προτροπή αφού ηρπάγη έως τρίτου ουρανού, είτε εν σώματι, είτε εκτός του σώματος, «ουκ οίδεν, ο Θεός οίδεν, και ηρπάγη εις τον Παράδεισον, και ήκουσεν άρρητα ρήματα ά ουκ εξ ών ανθρώπων λαλείσαι».
Προσηύχετο ο Παύλος και στη φυλακή των Φιλίππων, και ιδού σεισμός μέγας και τα δεσμά διαλύονται, οι τοίχοι της φυλακής γκρεμίζονται, η αυτοκτονία του δεσμοφύλακος αποτρέπεται, και φως σωτηρίας απλώνεται μέσα στις καρδιές. Και το σπίτι, η οικογένεια του δεσμοφύλακος βαπτίζεται.
Ο ληστής προσεύχεται πάνω στο Σταυρό, «μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθεις εν τη Βασιλεία Σου». Και ευθύς αμέσως γίνεται ο πρώτος πολίτης της Βασιλείας των Ουρανών, ο πρώτος κάτοικος του Παραδείσου, σύμφωνα με την διαβεβαίωση του Κυρίου. «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω».
Λιθοβολείται ο πρωτομάρτυρας και αρχιδιάκονος Στέφανος, και βλέπει δόξαν Θεού, και τον Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού και είπε, «Ιδού θεωρώ τους Ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα», και ακολουθεί μετά την προσευχήν και αποκάλυψη αυτή, μετά κραυγής μεγάλης η προσευχή «Κύριε Ιησού δέξαι το πνεύμα μου». Θείς δε τα γόνατα, έκραξε φωνή μεγάλη, «Κύριε μη στήσεις αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Και, ω του θαύματος, ο πρωτομάρτυρας και αρχιδιάκονος Στέφανος ελιθοβολείτο, και λιθοβολούμενος και φονευόμενος επροσηύχετο.
Υπάρχουν και οι προσευχές από τις παραβολές, «ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου». «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι του αμαρτωλού».
Υπάρχουν οι προσευχές των δέκα λεπρών, «Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς»,
υπάρχει η προσευχή του τυφλού του Βαρτιμαίου, «Ιησού Υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με». Και ο Κύριος όταν τον ρώτησε, «τι θέλεις να σου κάμω», είπε, «ίνα αναβλέψω». «Ύπαγε, η πίστη σου σέσωκέ σε», η προσευχή και η κραυγή του έκανε το θαύμα της.
«Ιησού Υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με, ότι η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Και δαιμονίζεται κακώς η θυγατέρα μου, επειδή έχει δαιμονισθεί η δική μου η ψυχή. Αυτή ήταν η φωνή και η διαβεβαίωσις της Χαναναίας.
Προσεύχεται και ο προφήτης Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους και το πρώτο κήρυγμα στην πόλη των Νινευϊτών, το ακολουθεί πνευματικός σεισμός. Τριήμερος νηστεία και προσευχή επιβάλλεται σε μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες, νέους, γέρους και παιδιά, ακόμα και στα βρέφη. Μωρά χωρίζονται από τις αγκαλιές των μανάδων, οι πάντες σφαδάζουν, φωνάζουν και κλαίνε γοερώς, ακόμα και στα ζώα επεβλήθη αυτή η νηστεία, γι’ αυτό και αυτά φωνάζουν, βελάζουν, μουγκρίζουν, ουρλιάζουν λυπητερά. Άρα μπροστά σ’ αυτή τη νηστεία και τις κραυγές που ’ταν κραυγές προσευχής, να λυπηθεί ο Θεός τις ψυχές τους και την πόλη τους, ο ουρανός ανοίγει, και η καταστροφή αποτρέπεται, η χαρά και το χαμόγελο ξανάρχονται στα χείλη.
Αλλά και ο Ιώβ προσεύχεται. Που και πως προσεύχεται; Επάνω στην κοπριά. Γεμάτος έλκη και πληγές, πύον και σκώληκες. Και, όμως, προσεύχεται. «Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν έως του αιώνος». Και γίνεται η προσευχή του ύμνος θριαμβευτικός της Εκκλησίας, ύμνος σε κάθε λειτουργία. Αυτόν τον ύμνο τον ψάλλομε και μείς. «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νύν έως του αιώνος».
Χάνει όλα του τα πλούτη και τα αγαθά και τα υπάρχοντά του, «είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον».
Και σε μια στιγμή πνεύμα μέγα φοβερόν επήλθε εκ της ερήμου. Και επέπεσεν επί της οικίας αυτού και εφόνευσε τα δέκα παιδιά του, επτά γιούς και τρείς θυγατέρες, ναι, καλώς ακούσατε. Δέκα ήταν τα παιδιά του. Και σε μια στιγμή όλα νεκρά. Ποιος από μας μπορεί να βγάλει κραυγή δοξολογίας και αίνου στο βίαιο θάνατο προσφιλών μας συγγενών, και πολύ περισσότερον των παιδιών μας; Εγώ πάντως δεν μπορώ.
«Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον», και αρρωσταίνει βαριά από λέπρα.
«Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον και εκβάλλεται έξω της πόλεως και τίθεται επί της κοπριάς».
«Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον», να η δοξολογία, να η προσευχή.

Αμήν.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2005

Μερικά αίτια στή γέννηση τών παθών καί η καταπολέμησίς τους



216-β
Γ' Χαιρ., 2005

Χαίρε φλογός παθών απαλλάττουσα,
δηλαδή Χαίρε Υπεραγία Θεοτόκε, που νεκρώνεις με τις πρεσβείες σου τον άνθρωπο από την φλόγα των παθών.
Χριστιανοί μου, από τότε που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τον εαυτόν μας μέχρι σήμερα, στην όποια ηλικία και αν είμεθα, παιδιά, νέοι, μεσήλικες και γερόντια, διαπιστώνουμε με λύπη ότι μας πολεμούν συνεχώς κάθε μέρα, πολλών ειδών πάθη.
Πριν από κάθε ορθρινό ή εωθινό Ευαγγέλιο, όπως και στις παρακλήσεις ψάλουμε το γνωστό σε όλους μας «εκ νεότητός μου πολλά πολεμεί με πάθη». Από μωρά δηλαδή μας πολεμούν τα πάθη, που είναι και οι αρρώστιες της ψυχής.
Όπως κάθε αρρώστια έχει τις εκδηλώσεις της, πυρετό, πόνο, ζάλη, εμετούς, εξανθήματα, πύον, και χίλια δυο άλλα, έτσι και τα πάθη έχουν και αυτά τις εκδηλώσεις τους. Εκδηλώνονται δηλαδή ως κακές επιθυμίες, ως διεστραμμένες ορμές, ως πονηρές συνήθειες και ως κακές έξεις.
Κάθε άνθρωπος που γεννιέται σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, γεννιέται με τη ροπή προς το κακό. Με κλίση προς το κακό και την αμαρτία. Η Αγία Γραφή μας βεβαιώνει λέγοντας ότι ο άνθρωπος εκ νεότητος ρέπει προς τα πονηρά, δηλαδή από της γεννήσεώς του. Φωλιάζουν μέσα μας τα πάθη σαν τους σπόρους που φυτεύονται στη γη. Κάποτε φυτρώνουν αυτοί οι σπόροι, και κάτω από κατάλληλες καιρικές συνθήκες και με τις φροντίδες και τις περιποιήσεις των γεωργών φυτρώνουν, μεγαλώνουν, γιγαντώνουν και δίνουν τους καρπούς των. Το ίδιο συμβαίνει και με την ποικιλία των διαφόρων αδυναμιών και κακών κλίσεων που έχουμε μέσα μας, από τη γέννησή μας. Τις περισσότερες φορές αυτά τρέφονται και μεγαλώνουν και γίνονται πάθη, από μας τους ίδιους τους γονείς προς τα παιδιά μας, που τους δίδουμε το κακό παράδειγμα. Όσο πικρή και αν είναι αυτή η αλήθεια, πρέπει να λέγεται, πρέπει να ακούγεται, πρέπει να διαλαλείται. Ότι τις περισσότερες φορές για τα πάθη των παιδιών μας φταίμε εμείς οι γονείς.
Άλλοτε πάλι οι γονείς μεν είναι ευσεβείς, αλλά έχουν κάποιες αδυναμίες και ιδιαιτερότητες προς τα παιδιά τους, και έτσι ανέχονται τα μικρά τους στραβά κουσούρια, είναι πέρα από κάθε μέτρο επιεικείς, προσφέρουν με αφθονία και αδιακρισία τα υλικά αγαθά, και δεν ελέγχουν μετά σοβαρής αυστηρότητος και τις πλέον μικρές αλλά πικρές παρεκτροπές.
Άλλοι πάλι από τους γονείς είναι πολύ νευρικοί, πολύ θυμώδεις, με πολλές φωνές, και αδιάκριτες ξυλιές και άλλοι πάλι είναι τελείως αδιάφοροι.
Μερικοί, το ακούω με φρίκη αυτό στην Ιερά Εξομολόγηση, παίρνουν οι ίδιοι τα παιδιά τους από το χέρι και τα οδηγούν στην αμαρτία. Τα μαθαίνουν την κακία, την πονηριά, το ψέμα, τη διαφθορά, την κλοπή και χίλια δυο άλλα μύρια κακά.
Υπάρχουν και μερικοί κακοί μπαμπάδες, πατέρες, που όλα τα στραβά τα ρίχνουν στις γυναίκες τους ενώ η κυρίως αιτία είναι η αναισθησία τους.
Υπάρχει που υπάρχει το κακό μέσα στις παιδικές ψυχούλες, και αντί να καλλιεργήσουμε το καλό, το αγαθό, το θεοσεβές, δηλαδή την θεοσέβεια και την αρετήν, εμείς με την όλη μας διαγωγή, τρέφουμε τις αδυναμίες τους, τα κάνουμε πάθη και τα οδηγούμε στην καταστροφή. Και όλα αυτά στην παιδική ηλικία. Τα βλέπουμε!
Ξέρετε πόσα παίρνουν τα παιδιά των έξι μηνών, του ενός έτους, των δύο, των τρία, των πέντε… Μέχρι κάποια ηλικία ας πούμε δέκα ετών, από κεί και ύστερα, μετά από αυτήν την ηλικία δηλαδή, αρχίζει να αποκτά το παιδί την δική του κρίση, αν και την έχει πολύ πιο νωρίς, αλλά ας την βάλουμε εμείς αυτήν την ηλικία μετά τα επτά και τα δέκα, διότι τότε διαβάζουμε και την ευχή που αποδίδει ευθύνη στο παιδί, «Ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός …», αυτή η ευχή διαβάζεται ως συγχωρητική ευχή, των κεκοιμημένων μετά την ηλικία των επτά ετών.
Το παιδί λοιπόν με την δική του κρίση, κάνει τις δικές του επιλογές, και έχει πλέον και τις δικές του ευθύνες. Αλλά ότι κακό ή καλό σπείραμε, αυτό και θα θερίσουμε. Αυτό θα θερίσουν και τα παιδιά που μεγαλώνοντας, ποιος το ξέρει, ή θα γιγαντώσουν ακόμα τα πάθη τους, ή θα τα σμικρύνουν και θα τα εξαφανίσουν, με τον πνευματικό αγώνα που θα κάνουν μέσα από την Ορθόδοξη Παράδοση και Εκκλησία, με την συμμετοχή τους, στα Πανάγια σωστικά μυστήρια, με την τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, με την καλλιέργεια των θειοτάτων αρετών, μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης, εργαζόμενοι το έργον της σωτηρίας, μετά συντριβής και μετανοίας.
Δυστυχώς χριστιανοί μου, δυστυχώς λέω, όλοι μας έχουμε κλίσεις, αδυναμίες, ελαττώματα και πάθη που μας ταλαιπωρούν και μας βασανίζουν καθημερινά, αναστατώνουν τα νεύρα μας, ανακατεύουν τα σωθικά μας, ποτίζουν το μυαλό μας, ερεθίζουν τις αισθήσεις μας και στο τέλος μας κολάζουν. Άλλοτε πάλι έρχονται στιγμές εξάψεως, και από ασήμαντες αφορμές φουντώνουν τα πάθη ακόμα πιο πολύ, μας τυλίγουν σαν φλόγες και καταστρέφουν την ειρήνη μέσα στην ψυχή. Την αγάπη μεταξύ των συζύγων, μεταξύ των αδελφών, και των συγγενών. Αφαιρούν την ασφάλεια και την σιγουριά απ’ τα παιδιά μας, γκρεμίζουν την οικογενειακή ευτυχία, χαλάνε μακροχρόνιες φιλίες, εκμηδενίζουν κάθε πνευματική προσπάθεια για πρόοδο και για σωτηρία. Τα πάθη δεν καταστρέφουν μόνον προσωπικά, τον κάθε άνθρωπο χωριστά, αλλά στην έξαψή τους όπως είπαμε, δεν διαλύουν μόνον την οικογένεια, αλλά ακόμα και ολόκληρες κοινωνίες, λαούς και έθνη.
Χαίρε φλογός παθών απαλλάττουσα. Η εικόνα αυτή των πυρίνων φλογών, που χρησιμοποιείται από τους Χαιρετισμούς, είναι πολύ χαρακτηριστική. Την έχουμε δει και με τα μάτια μας, όπως η πυρκαγιά, όταν απλώνεται στο δάσος, τυλίγει με τις φλόγες της τα πάντα, και αφήνει πίσω της σεληνιακό τοπίο στάχτης και ολοκληρωτικής καταστροφής, έτσι γίνεται και με την φλόγωση των παθών. Απλώνεται πρώτα στο νού μας, τον οποίον θολώνει και σκοτίζει, και κατόπιν στην καρδιά μας, προκαλώντας αφόρητη κατάσταση, πριν ξεθολώσει.
Τα παραδείγματα θα τα πάρουμε από τον ίδιον τον εαυτόν μας, όταν τον βλέπουμε κάτω από την επίδραση των διαφόρων παθών. Θρέφεις μια φωτιά; Συντηρείς αυτήν και μεγαλώνει. Τρέφουμε τα πάθη μας; Και αυτά μεγαλώνουν, φουντώνουν και στο τέλος καταστρέφουν. Τα τρέφουμε τα πάθη μας θα πει ότι ικανοποιούμε τις αμαρτωλές μας επιθυμίες. Και όσον τις ικανοποιούμε, τόσον και περισσότερο αυξάνονται αυτές οι επιθυμίες. Έτσι η αμαρτωλή επιθυμία σιγά σιγά καθίσταται ψύχωση, μανία, και καταλήγει στην αιχμαλωσία, την εξάρτηση και τέλος στον θάνατο και στον αιώνιον θάνατον.
Και όταν κάποιος δεν μπορεί άμεσα να ικανοποιήσει το πάθος του στην αρχή λυπάται, αδημονεί, στεναχωρείται, μελαγχολεί. Είναι νευρικός. Ύστερα αρχίζει να οργίζεται, να θυμώνει, να βρίζει και να δημιουργεί άσχημες σκηνές, στο σπίτι, στη δουλειά, στην κοινωνία. Και αν και τώρα δεν ικανοποιήσει το πάθος του, τότε ολοκληρώνει την αυτοκαταστροφή του, και γίνεται μέχρι και ψεύτης, κλέφτης, ακόμα και φονιάς, χωριστά ότι ξεπουλάει τα πάντα απ’ το σπίτι του, για να μην μπούμε σε άλλες λεπτομέρειες.
Και τώρα μπαίνει το ερώτημα, σώζεται αυτός ο άνθρωπος; Δόξα τω Θεώ σώζεται. Και σώζεται από τον Σωτήρα, τον Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό, που ήλθε στον κόσμο για να τον σώσει και όχι για να τον κρίνει. «Εγώ ήλθον για να σώσω τον κόσμον, και όχι για να τον κρίνω».
Με την πίστη, την μετάνοια, την προσευχή και τα Πανάγια Μυστήρια, μπορούμε όλοι μας να ελευθερωθούμε σιγά σιγά από τα πάθη, να ειρηνεύσουν οι λογισμοί μας, να φωτισθεί ο νους μας και το μυαλό μας, να καθαρισθούν οι αισθήσεις μας, να ξαναζωντανεύσουν και να αναζωογονηθούν όλες οι ψυχικές μας δυνάμεις. Η προαίρεσή μας είναι να κατεργασθούμε μετά φόβου και τρόμου την σωτηρία μας, ακολουθώντας τον δρόμον του Σταυρού και της θυσίας.
Η ξεδιάντρωπη προβαλλομένη σαρκολατρεία, τα φοβερά έκτροπα των τηλεοράσεων, ο πάνδημος υλιστικός τρόπος ζωής των ημερών μας, και η κατάλυσις των αξιών της Ευαγγελικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που συντελούν στο να εξάπτωνται στο έπακρον τα ακατανόμαστα πάθη.
Έτσι παρασύρονται και πέφτουν σε μεγάλες αμαρτίες οι χριστιανοί στην πατρίδα μας υπερκαλύπτοντες και αυτόν ακόμη τον ___.
Αλλά όπως όμως ο Πανάγιος Θεός, προστάτεψε τους τρείς παίδας μέσα στην κάμινο του πυρός με θαυματουργικό τρόπο, και το επαναλαμβάνομε αυτό κάθε φορά που ψάλουμε τον κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, έτσι και όλους εμάς, που ζούμε μέσα στην κόλαση της φωτιάς, της αμαρτωλής και ξεδιάντρωπης εποχής μας, μπορεί να μας προστατεύσει ο Θεός με πολλούς τρόπους αρκεί εμείς να το θελήσουμε.
Η θέλησίς μας, η θέλησή σου, και η θέλησή σου και η θέλησίς μου, δηλαδή η καλή μας προαίρεσις είναι αυτή και μόνη που θα μας οδηγήσει στην αληθινή μετάνοια. Και μετά της μετανοίας θα ζωντανέψει η πίστις μας, θα ενεργοποιηθεί η αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον. Θα πολλαπλασιασθεί η προσευχή μας, και το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» δεν θα λείψει από τα χείλη, από το νου και απ’ την καρδιά. Θα πυκνώσει η συμμετοχή μας στη Θεία Λατρεία και στα λοιπά μυστήρια, και δεν θα πηγαίνουμε μόνον τρείς και πέντε φορές το χρόνο στην εκκλησία. Θα αρχίσει η μελέτη των Αγίων Γραφών και των καλών άλλων βιβλίων και δη βέβαια των Πατέρων της Εκκλησίας, και θα αυξηθεί και το συναίσθημα της αμαρτωλότητός μας και όλα θα πάρουν τον δρόμο για την σωτηρία. Στην αποδυνάμωση των παθών, και το σβήσιμο της αντιπάλου φλόγας των κακιών και πονηριών μας, θα συντελέσουν τα μέγιστα οι πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σ’ αυτήν καταφεύγουμε για να σβεστούν τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού τα καθ’ ημών δολίως κινούμενα.
Στην Παναγία μας λοιπόν θα προστρέχουμε όταν μας κυκλώνουν οι πειρασμοί. Στην Παναγία μας θα γονατίζουμε για όλα μας τα προβλήματα, τα βάσανα και όλους τους πειρασμούς και τις θλίψεις της ζωής.

Χριστιανοί μου, η μόνη ασφαλής οδός προς τον Χριστό τον Σωτήρα μας είναι η μεσιτεία της Παναγίας Μητρός Του, της Θεοτόκου. Διότι είναι η μόνη που σβήνει με τις πρεσβείες της και τις μεσιτείες της, τις φλόγες των παθών. Γι’ αυτό ακριβώς και ξανά και πάλι ξανά, θα κραυγάσουμε θριαμβευτικά
«Χαίρε φλογός παθών απαλλάττουσα»,
Αμήν