Το site που επιμελείται ο Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Αμφιάλης Κερατσινίου: https://agiavarvaramfialis.gr



Κυριακή 25 Μαρτίου 2007

Πίστις, Παρτίδα, Γλώσσα, Ιστορία, πολεμούνται καί παραθεωρούνται



199-α
Τό κήρυγμα τής 25ης Μαρτίου 2007.

Σήμερα χριστιανοί μου εικοσιπέντε Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, είναι ημέρα διπλής γιορτής, θρησκευτικής και εθνικής.
Έτσι κάθε χρόνο τέτοια μέρα, πρέπει να φρεσκάρεται λίγο η μνήμη μας, για να μας υπενθυμίζει ότι η επανάστασις του 1821, δεν ήταν μια απλή ταξική πάλη, όπως την θέλουν οι ψευτοκουλουριάρηδες, αλλά εθνική υπόθεσις, εθνεγερσία, υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Κι εμείς οι μεγάλοι, που μάθαμε κάποια ιστορία στα σχολεία μας, πρέπει να διδάσκουμε τα παιδιά μας, και να τους μάθουμε την Ελληνική μας ιστορία, αφού τα ιστορικά βιβλία των σχολείων μας, παραχαράσσουν ή παραβλέπουν τους αγώνες όλων εκείνων των ηρώων για την ελευθερία.
«Ελευθερία ή θάνατος, ήταν το σύνθημά τους, για την πίστη του Χριστού την Αγία και της πατρίδος την Ελευθερία, έλεγε τότε ένα ποίημα.
Στη σημαία και στο όνομα της Αγίας και ομοουσίου αδιαιρέτου Τριάδος έδωσαν τον όρκο τους όλοι οι Έλληνες και πρώτα οι οπλαρχηγοί.
Αγνοούν τα παιδιά μας ποιοι ήσαν ο Κολοκοτρώνης, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Τζαβέλας, ο Ανδρούτσος, ο Κανάρης, ο Μιαούλης, ο Καραϊσκάκης, οι Σουλιώτες, το Κούγκι με τον μοναχό τον Σαμουήλ, ο Ζαϊμης, ο χορός του Ζαλόγγου, ο Αθανάσιος Διάκος, και εκατοντάδες άλλοι οπλαρχηγοί, με χιλιάδες Έλληνες νεκρούς, που μας χάρισαν την Ελευθερία.
Υπήρξαν και άλλοι πολλοί που προηγήθησαν στα παλαιότερα χρόνια, από τοπικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις, που επνίγησαν όλες όμως μέσα στο αίμα, όπως συνέβη αυτή με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Ιερό Λόχο.
Προηγήθηκε της εθνεγερσίας ο μεγάλος ποιητής Ρήγας Φεραίος, όπως και ο μεγαλύτερος εξ όλων, ο εθναπόστολος, και ιερομάρτυς Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Ένας μεγάλος Γάλλος ιστορικός, ο Κάρολος Ντίλ, εκείνης της εποχής, έγραψε ότι αν δεν υπήρχε αυτός ο παπακαλόγερος, όλοι οι Έλληνες θα φορούσαν σήμερα φέσι.
Και τι λένε σήμερα τα σχολικά μας βιβλία, για τη μεγάλη αυτή μορφή του Γένους, που ήτο και συγχρόνως και προφητική και αγία; Τίποτα, ή μια λέξη.
Δεν μας ενδιαφέρει, δεν με ενδιαφέρει, αν με χαρακτηρίσουν εθνικιστή, όχι.
Είμαι Έλληνας παπάς, που τιμά την Ιστορία, τους αγώνες, και τους ήρωες της Επαναστάσεως του 1821, χάριν των οποίων σήμερα είμεθα ελεύθερο κράτος, είναι η Ελλάδα μας, τα τελευταία μάλιστα ειδικά δεκαπέντε χρόνια, παραγίνεται μια προσπάθεια για να μειωθεί η Εθνική μας συνείδηση, απ’ τις σκοτεινές ασφαλώς δυνάμεις.
Για κάντε και κάτι άλλο, όσοι δεν το ξέρετε να το μάθετε, κανένα έθνος της Ευρώπης ούτε η Αμερική, ούτε κανένα άλλο κράτος δεν ονομάζει την πατρίδα μας Ελλάδα αλλά Greece ή Greke ή Greka ή Grihenland. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Και οι Τούρκοι μας ονομάζουν Γιουνάν, δηλαδή Ίωνες.
Αν εμείς ως Έλληνες, δεν διασώσουμε την Ελληνική μας γλώσσα, την Ιστορία μας και την Ορθόδοξη πίστη μας, δεν ξέρω τι θα γίνει ύστερα από τριάντα σαράντα χρόνια στην πατρίδα μας. Δεν θέλω ούτε καν, όχι μόνο να το σκεφτώ, αλλά ούτε και να το φανταστώ.
Και πιστεύω πώς αυτά τα ολίγα αρκούν για να ξυπνήσουμε όλοι μας, από την νάρκη μέσα στην οποίαν έχουμε πέσει και μας έχουν ρίξει και βυθίσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Ευτυχώς που επισήμως είδα ότι διαμαρτυρήθηκε η Ακαδημία Αθηνών από κάποιους εκπροσώπους της, τους αποκαλουμένους αθανάτους.
Ο σκοπός μας βέβαια σήμερα, δεν είναι να σας βγάλω πατριωτικό κήρυγμα, αλλά είμαι τόσο ιερά αγανακτισμένος, που θέλησα να σας κάνω κοινωνούς των ανησυχιών μου, για το μέλλον της πατρίδος μας, της Ελλάδος μας, για το μέλλον των παιδιών μας, των εγγονών μας, και όλων των απογόνων μας.
Σε όλα αυτά τα φοβερά των τελευταίων ετών, για να μειωθεί η εθνική μας συνείδηση, κι η εθνική μας ταυτότητα, μαζί με το ξερίζωμα της Ορθοδόξου Πίστεως, είναι το μεγαλύτερο έγκλημα, απέναντι στη χώρα μας, και εναντίον των ψυχών των Ελλήνων χριστιανών.
Εμείς έχουμε και πίστη και πατρίδα, και γλώσσα και ιστορία και οικογένεια. Έτσι τέσσερα πράγματα, η Ορθόδοξος Πίστις, η Πατρίς, η Ελληνική μας γλώσσα και η οικογένεια, αυτά τα τέσσερα μέχρι πρότινος, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ήσαν άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, ένα πράγμα, μία ουσία.
Δεν χώριζε η Ελλάδα απ’ την Ορθοδοξία, και η Ορθοδοξία από την Ελλάδα, ούτε η γλώσσα μας, ούτε η Ιστορία μας.
Σήμερα μέρα με την ημέρα τα πάντα διαλύονται.
Τουλάχιστον να κρατήσουμε την πίστη μας, γιατί η πίστις θα σώσει την οικογένεια, ποιος θα την σώσει, ο πολιτισμός και η βρωμιά, δεν βλέπεται τι γίνεται έξω στην κοινωνία;
Αυτή η πίστις θα σώσει και την Ελλήνική γλώσσα, διότι τα Ευαγγέλια και τα γράμματα της πίστεώς μας, είναι γραμμένα στην Ελληνική γλώσσα.
Απ’ αυτήν σώθηκαν οι σκλαβωμένοι τότε Έλληνες, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι κανενός φτωχού παπά ή κανενός καλόγερου, που τα λέγαν τότε «κρυφά σχολειά», κρυφά ήταν, αφού πήγαιναν κρυφά; Τι ήταν φανερά;
Και λένε «δεν υπάρχουν αυτά τα σχολεία», πως δεν υπάρχουν, κρυφά δεν πήγαιναν τα παιδιά;
Δεν λέγανε «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό, να μαθαίνω γράμματα σπουδάματα, του Θεού τα πράματα;»
Τι ήταν αυτά; Το κελί του καλόγερου δεν ήτανε, από πού μάθαινε το παιδί Ελληνικά γράμματα, δεν τα μάθαινε απ’ το Οκτωήχι; Απ’ την Παρακλητική, από τα Μηναία, απ’ το Ψαλτήρι, από πού τα μάθαινε;
Μήπως υπήρχαν βιβλία;
Έτσι μας διαλύουν, και δεν κάνομε τίποτα για να διαμαρτυρηθούμε, τίποτα απολύτως.
Τίποτα απολύτως.
Δεν φτάνει όμως να λέμε μόνον ότι πιστεύουμε, χρειάζεται και να το ομολογούμε και να το κάνομε πράξη, στην προσωπική μας ζωή, και πράξη μέσα στην διεστραμμένη κοινωνία που ζούμε.
Πιστεύω, θα μου πείτε και σεις, σε ένα Τριαδικό Θεό, και στη Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, και στο κοσμοσωτήριον έργον Του, αλλά πιστεύω με γνώση και βίωμα, πιστεύω με πράξη και με ομολογία.
Γνωρίζω ακριβώς τι πιστεύω, γι’ αυτό και μελετώ τις γραφές, συμμετέχω στη Θεία Λατρεία, και πορεύομαι με το έλεος του Θεού στο δρόμο της μετανοίας, στο δρόμο της σωτηρίας.
Θα ήθελα βέβαια να σας έλεγα πολλά για τη σημερινή μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού, και να δούμε βέβαια αν τη βιώνουμε και αν υπάρχει σχέσις μεταξύ ομολογίας της πίστεως και των βιωμάτων.
Διότι απ’ τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, αρχίζει να πραγματώνεται το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας, δηλαδή το μυστήριο της σωτηρίας.
Από τον Ευαγγελισμό αρχίζει, απ’ τη σημερινή ημέρα, όπως αυτή ξεκίνησε πριν από δυό χιλιάδες τόσα χρόνια.
Όταν ο άνθρωπος βαπτιστεί στο όνομα της Αγίας Τριάδος, δηλαδή στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ελευθερώνεται απ’ την τυραννία της αμαρτίας, απ’ το φόβο του θανάτου, και απ’ την εξουσία του διαβόλου, την εξουσία του Σατανά, απ’ την εξουσία του αντιχρίστου.
Διότι αυτός που βαπτίζεται χρήζεται και αυτός που χρήζεται σφραγίζεται από το Άγιο Πνεύμα, ¨Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου, Αμήν», δε λέμε; Σφραγίζεται απ’ το Άγιο Πνεύμα!
Τι φοβάται το σφράγισμα του αντιχρίστου;
Αφού σφραγίστηκε από το Άγιον Πνεύμα.
Έχουμε αυτή τη σφραγίδα, άρα δεν φοβόμαστε τίποτα!
Το πώς γίνεται αυτό και το πώς βιώνεται μέσα μας η βασιλεία του Θεού, είναι μυστήριο που δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μας.
Είναι μυστήριο πιστευόμενον αλλά μη γινωσκόμενον.
Προσκυνούμενον αλλά όχι καταληπτόν.
Το προσκυνάμε και το πιστεύουμε, με τη χάρη της Αγίας Τριάδος ή με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος.
Μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, του Αδάμ και της Εύας, και τις τραγικές συνέπειες που κληροδότησαν, στους απογόνους του ανθρωπίνου γένους, ο Θεός δεν μας άφησε μέσα στην τραγική μας οδύνη.
Έκλεινε τους ουρανούς, κατέβηκε, και με τρόπο ανεξιχνίαστο, παίρνοντας από την Παναγία την ανθρώπινη φύση, όχι μόνον την ανακαίνισε, όχι μόνον την επανέφερε στην αρχαία της ομορφιά, στο αρχαίον κάλλος, όπως λένε, αλλά και τη θέωσε κιόλας.
Δηλαδή ο Θεός κατερχόμενος, στη μήτρα της Παρθένου, έφερε μεθ’ εαυτού όλο το πλήρωμα της άφθαρτης θεότητος και διά του Αγίου Πνεύματος, εγένετο η ένωσις των δύο φύσεων, θείας και ανθρωπίνης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.
Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, έκανε τη σάρκα Του ανεξάντλητη πηγή αγιασμού, αποπλένοντας σε τέλειο βαθμό κάθε μολυσμό και κάθε αμαρτία ψυχής και σώματος, ακόμα και του προπατορικού, σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που πιστεύουν και βαπτίζονται. «Ο πιστεύσας και βαπτιστείς σωθήσεται».
Αυτός χριστιανοί μου τώρα και σεις που δηλώνετε και γώ μαζί σας ότι πιστεύομε, στην πορεία της ζωής μας να τα δείχνουμε με πράξη.
Με πράξη μετανοίας, με πράξη πνευματικών αγώνων, με πράξη προσευχής και λατρείας και τόσα άλλα.
Τι είναι η ένωσις αυτών των δύο φύσεων; Τα γράφουν τα ιερά μας τα βιβλία.
Αλλά πολλές φορές όμως οι ιεροκήρυκες του θείου λόγου, είτε είναι πρεσβύτεροι, είτε είναι επίσκοποι, ως εκπρόσωποι, πρέπει να μας μιλήσουν, πως, όχι το πως, το πώς βέβαια είναι άγνωστον το πώς, αλλά, ότι ο Θεός και άνθρωπος ενώθηκαν μαζί, σε ένα πρόσωπο, στο Χριστό, χωρίς το ένα να επηρεάζει το άλλο, και μάλιστα χρησιμοποίησαν, ορισμένα ρήματα, αδιαίρετα, αναλλοίωτα, άτρεπτα, ασύγχητα, αχώριστα, και έτσι λοιπόν, δεν υπόκειται σε σύγχυση, σε χωρισμό, σε διαίρεση και τα λοιπά.
Ο ένας Χριστός είναι και τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Ούτε η ανθρώπινη φύση απορρόφησε τη θεία, ούτε η θεία απορρόφησε την ανθρωπίνη.
Άμα έχουμε τέτοιες απορροφήσεις, δημιουργούμε την αίρεση του μονοφυσιτισμού.
Φεύγοντας ο άγγελος χριστιανοί μου, μετά την συγκατάθεση της Παναγίας, το ακούσατε στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα, «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου», ο Ποιητής του σύμπαντος κόσμου, ο Δημιουργός, ο Θεός, ο Άπειρος Θεός, τι να σας πω τώρα, όλος ο Θεός, εισήλθε σε ένα ωάριον.
Και έτσι έγινε η ένωσις των δύο φύσεων. Να φωνάξουμε «Ω τη ανεκφράστου λόγε συγκαταβάση Σου, ω της μακροθυμίας Σου Κύριε, έγινες Θεάνθρωπος για να σώσεις, το αμαρτωλό γένος των ανθρώπων, να σώσεις και όλους εμάς που είμαστε εδώ, να σώσεις και μένα τον αμαρτωλό».
Από τι να μας σώσει; Απ’ την αμαρτία, απ’ το διάβολο και απ’ το θάνατο.
Απ’ τον Ευαγγελισμό λοιπόν ξεκίνησαν όλα, από τον Ευαγγελισμό.
Όλα όσα αφορούν τη σωτηρία μας.
Και το Ευαγγέλιο με την ανυπέρβλητη θεϊκή διδασκαλία του Σωτήρος Χριστού, τα θαύματα και την αναμάρτητη ζωή Του, εκεί μέσα, από κει ξεκίνησε η Σταυρική Θυσία του Χριστού, ο θάνατος, η Ταφή και η Ανάστασίς Του, η Ανάληψις και η Πεντηκοστή, η ίδρυσις της Εκκλησίας, και τα σωστικά μυστήρια, το Σώμα και το Αίμα Του στη Θεία Λατρεία εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον, όπως συνέβη λίγο πριν.
Και τώρα σήμερα, σήμερα, σήμερα που βρισκόμαστε, σε ποια εποχή και σε ποιόν αιώνα;
Να σας πω;
Είμαστε στην αναμονή των εσχάτων.
Πόσο θα κρατήσει αυτή η αναμονή, δεν ξέρω, αλλά συγχρόνως είναι όμως και ευσεβής πόθος, αγωνιζομένων πιστών χριστιανών, κληρικών και λαϊκών.
Δυστυχώς η σημερινή πραγματικότητα στην πατρίδα μας είναι άκρως απογοητευτική, ή μάλλον τραγική.
Ως χριστιανοί; Το βλέπομε, και εδώ, πολλές φορές πως συμπεριφερόμεθα μέσα στην εκκλησία, και έξω στην κοινωνία, και στα σπίτια μας προπαντός.
Χλιαροί και αδιάφοροι. Σε όλα τα θέματα της Ορθοδόξου Πίστεως της Εκκλησίας και των Μυστηρίων, του Ευαγγελίου και της τηρήσεως των εντολών.
Ως Έλληνες πάλι; Ααα, ως Έλληνες! Αφήσαμε την Ελλάδα μας ξέφραγο αμπέλι και έγινε κέντρον διαφθοράς, πανσεξουαλισμού, ομοφυλοφιλίας, αρσενοκοιτισμού, παιδεραστίας, αισχρότητος, αλκοολισμού, ναρκωτικών, αναρχισμού, διαλελυμένων οικογενειών, με τριακόσιες χιλιάδες εκτρώσεις κάθε χρόνο, και με ασύδοτη συρροή των μεταναστών που θα αλλοιώσουν τους πληθυσμούς μας και το χάρτη μας.
Αλλά όπως αντέξαμε όμως τετρακόσια χρόνια τούρκικης τυραννίας και σκλαβιάς, έτσι και στην εποχή μας, οι ολίγοι Ορθόδοξοι Πιστοί Χριστιανοί, αλλά και οι ολίγοι γνήσιοι πατριώτες, θα σώσουν και την Ελληνικότητα της πατρίδος μας, και τη γλώσσα μας, και την ιστορία μας, και την πίστη μας.
Είθε και εύχομαι σ’ αυτούς τους λίγους, αλλά τους εκλεκτούς, ν’ ανήκουμε και μείς όλοι.
Αμήν.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2007

Η Θεία Λειτουργία,η ομολογία τής πίστεως καί τό κήρυγμα



198-α
Δ' Νηστειών 18.3.2007

Σήμερα Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών Χριστιανοί μου,
η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Σιναϊτου συγγραφέως του βιβλίου που λέγεται «Κλίμαξ».
Το βιβλίο αυτό από τον έκτον αιώνα και μετά, έγινε το πιο αγαπητόν και το πιο ωφέλιμο ανάγνωσμα, όχι μόνον στις τράπεζες και στα κελιά των μοναχών, αλλά και στα σπίτια των πιστών αγωνιζομένων χριστιανών, όλων των εποχών μέχρι και σήμερα.
Ονομάστηκε «Κλίμαξ» ή «Κλίμακα», γιατί ανεβάζει τον κάθε ευσεβή χριστιανό, μοναχό, κληρικό ή και λαϊκό, από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια, στα υψηλότερα των αρετών, μέχρι και το τριακοστό που είναι και το κεφάλαιο όλων των αρετών, δηλαδή η αγάπη.
Όποιος διαβάζει την Κλίμακα ωφελείται και πνευματικά οικοδομείται.
Αρχίζει με την πράξιν της υπακοής στο θέλημα του Αγίου Θεού, τη μετάνοια, το πένθος, τα δάκρυα, και καταλήγει στη θεωρία του Θεού.
Βέβαια αυτό δεν είναι το τέλος.
Κανένα βιβλίο δεν έχει τέλος.
Αρχίζει από δω, και θα επεκταθεί εις τους αιώνας.
Η «Κλίμακα» λοιπόν του Αγίου Ιωάννου του Σιναϊτου, όπως και των άλλων Αγίων Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, μπορεί να είναι προτρεπτικά για την κάθαρση του όλου ανθρώπου από τα πάθη, μπορεί να συντείνουν και στην κτίση βασικών αρετών όπως είναι η μετάνοια, το ταπεινό φρόνημα, η ζωντανή πίστις, η ενεργουμένη αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, η υπομονή και τόσες άλλες σωτήριες αρετές, αλλά ο στόχος είναι ένας και μόνον.
Η Λειτουργική Ζωή με συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία, στη Θεία Λατρεία.

Στις ημέρες μας και στην εποχή μας, γίνεται συνήθως μια ομολογία, ζητείται μάλλον, ζητείται, ομολογία πίστεως, και ασφαλώς χρειάζεται όταν προσβάλλεται ή βλασφημείται η ουσία της Ορθοδόξου Πίστεώς μας που είναι η Εκκλησία της Θείας Ευχαριστίας, με το Ευαγγέλιο, το δόγμα και τους κανόνες της.
Και όταν ζητηθεί, θα χύσουμε ακόμα και το αίμα μας και θα γίνουμε μάρτυρες και ομολογηταί, για να διαφυλαχτεί πρώτον η καθαρότητα της Ορθοδόξου Πίστεως και των δογμάτων της, και δεύτερον για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της ψυχής σ’ αυτό που σωστά πιστεύει.
«Πάς όστις ομολογήσει εν εμοί, έμπροσθεν των ανθρώπων» λέγει ο Κύριος, «ομολογήσω καγώ εν αυτώ, έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς».
«Όποιος με πίστη και θάρρος, και χωρίς να φοβάται τους διωγμούς, θα με ομολογήσει Σωτήρα του και Θεόν, θα τον ομολογήσω και γω μπροστά στον Ουράνιο Πατέρα μου, ότι είναι δικός μου πιστός και μαθητής».
Δε φτάνει όμως μια ξερή ομολογία χωρίς έργα Ευαγγελικά, συγχρόνως που να είναι και καρποί του Παναγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και καυτηριάζει ο Απόστολος Παύλος όλους εκείνους που είναι μόνον μεγάλα λόγια και παχιά, ομολογούν δήθεν ότι γνωρίζουν τον Θεόν, ενώ με τα έργα τους Τον αρνούνται.
Να πως το διατυπώνει : «Θεόν ομολογούσι οιδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται Αυτόν. Βδεληκτοί όντες και απειθείς και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι». Και αφού με τα έργα τους αρνούνται τον Θεόν, άρα λοιπόν όλοι αυτοί που έχουν μόνον λόγια, είναι βδεληκτοί και αποτρόπαιοι, και απείθαρχοι και ανίκανοι και ανάξιοι, για κάθε έργον αγαθόν, έργον μετανοίας, έργον Σταυρωμένης Θυσίας.

Γι’ αυτό και τα έργα της Ορθοδόξου Πίστεως, δεν είναι αποτέλεσμα μιας κάποιας κοσμικής κοσμοθεωρίας ή μιας φανατικής πολιτικής ιδεολογίας, ή της λεγομένης κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητος, αλλά για την αλήθεια της Ορθοδοξίας που είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου, ο Θεός που έγινε άνθρωπος, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Και αυτή η πίστις, η ζωντανή και θερμή, πηγάζει μέσα απ’ τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
Απ’ αυτή τη Λειτουργική Ζωή γεννιόνται και τα έργα πίστεως, μετανοίας, υπομονής, μακροθυμίας, ταπεινού φρονήματος, πραότητος, ελπίδος, και άλλων πολλών.
Αυτή λοιπόν η ζώσα Λειτουργική Ζωή, παράγει και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, που ο πλέον γόνιμος είναι όχι μόνον η καλή ομολογία, αλλά και αυτή η θυσία της ζωής μας, όπως των μεγάλων μαρτύρων, ομολογητών, οσιομαρτύρων, ιερομαρτύρων, παιδομαρτύρων, και των λοιπών μαρτύρων της πίστεώς μας.
Επομένως όλο το βάρος θα το τοποθετήσουμε στη Θεία Λειτουργία και δη στη Θεία Κοινωνία.
Και γύρω απ’ αυτήν και μέσα σ’ αυτήν τη Θεία Λειτουργία και τη Θεία Κοινωνία, θα τοποθετήσουμε την αληθινή μετάνοια και την Ιερά Εξομολόγηση, τα έργα της πίστεως, την κάθαρση απ’ τα πάθη μας, την Ιεραποστολή και την φιλανθρωπία, την ενεργουμένη αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον και κάθε άλλη δραστηριότητα, είτε είναι ατομική είτε είναι συλλογική της Εκκλησίας.
Ακόμα και η Νοερά Καρδιακή Προσευχή, ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, πηγάζει από την Αγία Τράπεζα, από το Άγιον Δισκοπότηρον, από το Άγιον και Ιερόν Ευαγγέλιον, δηλαδή από την Αναίμακτη Θυσία του Θεανθρώπου και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Σωτήρος ημών.

Κάμνοντας αυτές τις σκέψεις, χριστιανοί μου, αυτές της ημέρες, προβληματίστηκα πολύ για τη θέση του κηρύγματος, βέβαια προβληματίζομαι χρόνια, αλλά τώρα πολύ περισσότερο.
Είναι σωστή η τωρινή θέσις του κηρύγματος στο Κοινωνικόν;
Δεν είναι, δεν είναι…
Μεταθέσαμε το κήρυγμα από μόνοι μας εμείς οι ιερείς και επίσκοποι, με το σκεπτικό, ότι οι χριστιανοί μας έρχονται όχι στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, το δεύτερο της Θείας Λειτουργίας, αλλά ακόμα και μετά τη μεγάλη Είσοδο.
Και το κάναν αυτό οι περισσότεροι από τους χριστιανούς σ’ όλους τους ναούς.
Έτσι η μετάθεσις αυτή, καθιερώθηκε σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα.
Δεν το γνωρίζω βέβαια τι γίνεται στα νησιά και στην Κρήτη.
Έτσι βγαίνει ένα λανθασμένο συμπέρασμα.
Ότι τάχα ο σκοπός της Θείας Λειτουργίας είναι το κήρυγμα. Όχι.

Σκοπός της Θείας Λειτουργίας είναι η Θεία Κοινωνία και μόνον η Θεία Κοινωνία.
Είναι η ένωσίς μας με τον Χριστόν. Είναι ο αγιασμός μας.
Ζήσαμε και περάσαμε τετρακόσια χρόνια και επιζήσαμε, τετρακόσια χρόνια σκληρής σκλαβιάς, χωρίς κανένα κήρυγμα στους ναούς της σκλαβωμένης τότε πατρίδος μας, και μας αρκούσε και υπεραρκούσε η συμμετοχή μας στη Θεία Λειτουργία, έστω και με κίνδυνο της ζωής των τότε σκλαβωμένων Ελλήνων.
Αλλά πολλά τέτοια συνέβησαν και απ’ το χίλια εννιακόσια δέκα επτά (1917) μέχρι το χίλια εννιακόσια ενενήντα (1990) είναι γνωστά που;

Και θα προσθέσω και τα εξής.
Όλα τα δόγματα της ορθοδόξου ημών πίστεως, θεσπίστηκαν για να οδηγήσουν τους χριστιανούς στη Θεία Λατρεία, στη Θεία Κοινωνία, γι’ αυτό θεσπίστηκαν.
Γι’ αυτό και οι όροι, όλοι οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων, καταλήγουν με αναθέματα, αναθεματισμούς δηλαδή, με πρώτο αναθεματισμό την αποκοπή απ’ τη Θεία Κοινωνία.
Οι όροι εκφράζουν τα δόγματα, τα δόγματα εκφράζουν την πίστη μας, άρα λοιπόν για να τοποθετείται το ανάθεμα απ’ τη Θεία Κοινωνία σημαίνει ότι κέντρο βάρους της όλης Ορθοδόξου ημών πίστεως είναι μόνον η Θεία Λειτουργία.

Και κάτι άλλο που πιθανόν να μη γνωρίζετε οι περισσότεροι.
Κέντρον ζωής της εκκλησιολογίας, να το βάλομε εντός παρενθέσεως τη λέξη αυτή «εκκλησιολογία», όλων των προτεσταντών και των προτεσταντικών παραφιάδων είναι το κήρυγμα.
Γι’ αυτό και ο προτεσταντισμός υποτιμά, αρνείται και απορρίπτει όλα τα μυστήρια και τους ιερούς θεσμούς και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκτός από το βάπτισμα και αυτό βέβαια τελείται και επιτελείται κατά τρόπον που είναι έξω από την ιερά παράδοση και καθαρώς αιρετικό.

Εφόσον λοιπόν το κέντρον και η πηγή ζωής, αιωνίου ζωής, είναι η λυτρωτική θυσία του Χριστού στο Γολγοθά και η Ανάστασίς Του, άρα η ζώσα συμμετοχή μας στη Θεία Λατρεία με τη Θεία Κοινωνία σημαίνει, δηλώνει, και τη δική μας συμμετοχή σ’ αυτήν την λυτρωτική θυσία, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Και δια της Θείας Κοινωνίας, υποδεξόμενοι τα Τίμια Δώρα, μας λέγει η ευχή του Μεγάλου Βασιλείου, που πρίν διαβάσαμε την ώρα που εψάλλετο το «επί σοι χαίρε η Κεχαριτωμένη», σχώμεν τον Χριστόν, να αποκτίσωμε και να βάλομε τον Χριστό, να Τον κάνομε κτίμα μας, στις καρδιές μας «κατοικούντα εν ταις καρδίαις ημών, και γενόμεθα ναός του Παναγίου Πνεύματος».
Και λέει παρακάτω, «Και μηδένα ο Θεός ημών ποιήσεις ένοχον των φρικτών τούτων και επουρανίων μυστηρίων, αλλά δωσ’ αξίως υποδέξασθαι την μερίδα των αγιασμάτων Σου, εις εφόδιον ζωής αιωνίου. Εις απολογίαν ευπρόσδεκτον, την επί του φοβερού βήματος του Χριστού Σου, όπως και ημείς μετά πάντων των Αγίων, των απ’ αιώνος ευαρεστησάντων σοι, γινόμεθα μέτοχοι των αιωνίων Σου αγαθών, α ητοίμασας τοις αγαπώσοις Σε Κύριε».
Αυτή είναι η μοναδική αλήθεια.
«Σχώμεν εν ταις καρδίαις ημών τον Χριστόν», μέσα στη Θεία Λειτουργία, με τη Θεία Κοινωνία και γινόμεθα ναός του Παναγίου Πνεύματος.

Έτσι λοιπόν, και δίδεται βέβαια αυτό, εις άφεσιν αμαρτιών, και εις ζωήν αιώνιον.
Προσφέρεται. Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού, Σώμα και Αίμα Χριστού, εις Άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Έτσι λοιπόν, το βάπτισμα, το χρίσμα, η εξομολόγησις, τα δάκρυα, τα έργα της πίστεως, το κήρυγμα, η κάθαρσις από τα πάθη, ο φωτισμός, η ιεραποστολή, τα φιλανθρωπικά έργα, η υμνολογία, η προσευχή, και η νοερά προσευχή και άλλα πολλά είναι προϋπόθεσις, μάλλον είναι προϋποθέσεις για να οδηγηθούμε στην Θεία Ευχαριστία, στη Θεία Κοινωνία.
Γι’ αυτό και η νοσηρά προσκόλησις σε έναν και μοναδικό ιερέα ή πνευματικό ή γέροντα δημιουργεί λανθασμένες εκκλησιολογικές τοποθετήσεις και εξαρτήσεις.
Επαναλαμβάνω η νοσηρά προσκόλησις, η αρρωστημένη.
Διότι δεν σώζει ο ιερεύς, δεν σώζει ο γέροντας, ο Χριστός σώζει, και μόνον ο Χριστός και αυτός μόνον.
Ο ιερεύς και οι επίσκοποι και οι ιερωμένοι γεροντάδες, είναι αποκλειστικά και μόνον οι οικονόμοι της θείας Χάριτος, το μέσον, είναι οι πρεσβευταί και τίποτα περισσότερο.
Τα πάντα και οι πάντες, ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί, είμεθα μέλη του ενός Σώματος του Χριστού, του Σώματος της Εκκλησίας, που η κεφαλή είναι ο Χριστός.
Άρα η Ορθόδοξος Θεία Λειτουργία μας ενώνει με τον Σωτήρα μας Χριστόν.
Η Θεία Λειτουργία είναι ο Παράδεισος.
Η Θεία Λειτουργία είναι η Βασιλεία των Ουρανών.
Η Θεία Λειτουργία μας βάζει μέσα στην αιωνιότητα,
αυτή ανοίγει την αγκαλιά του Θεού, για να μας βάλει και να μας χωρέσει όλους μέσα,
όλους, αμαρτωλούς και δικαίους, αρκεί να προσερχόμεθα στη Θεία Κοινωνία μετά φόβου Θεού, πίστεως, και αγάπης,

Αμήν.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2007

Εσπερινές καί λειτουργικές απεικονίσεις



198-β
Κατανυκτικός Δ' Νηστειών 2007 είς Παναγίτσα Ν.Φαλήρου.
11/3/2007

Τα πολλά λόγια συνήθως είναι φτώχεια.
Ευχαριστώ πάρα πολύ τον πατέρα Βασίλειο αλλά δεν αρμόζουν στο άθλιο πρόσωπό μου.
Άλλοι είναι αυτοί οι οποίοι βιώνουν τα φρικτά τελούμενα στη Θεία Λειτουργία, και εκεινών τις εμπειρίες θα μεταφέρω.
Βλέπετε και ο σημερινός Εσπερινός, ο Κατανυκτικός Εσπερινός, ο τέταρτος κατά σειρά εφόσον σήμερα είναι η Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών, είναι μία προετοιμασία μεγάλη και ωφέλιμος, για τις ημέρες που ακολουθούν.
Γιατί ο Εσπερινός μαζί με τον όρθρο, μας εισάγουν στο μεγάλο μυστήριο το οποίο είναι το κέντρον της ζωής του χριστιανού, του κάθε χριστιανού και ειδικότερα του ορθοδόξου.
Τη Θεία Λειτουργία.
Και το μυστήριο αυτό βιώνεται γιατί κέντρον είναι η Θεία Ευχαριστία.
Οι προτεστάντες για κέντρον έχουν το κήρυγμα, δεν έχουν Θεία Λειτουργία, δεν έχουν θυσιαστήριο.
Γι’ αυτό βλέπετε παντού αίθουσες και μόνον αίθουσες. Όλος ο προτεσταντικός κόσμος γυρίζει γύρω απ’ αυτό.
Να πούμε για τους άλλους.. Κέντρον είναι τα έργα, η φιλανθρωπία, το θεαθείναι.
Εμείς δεν έχομε να παρουσιάσομε στάδια γεμάτα κόσμο. Εμείς έχομε Θεία Λειτουργία.
Οδηγεί η Θεία Λειτουργία δια μέσου των οικονόμων της Θείας Χάριτος, στην ουρανόδημο εκείνη κλίμακα που παίρνει τον άνθρωπο από τη γη και τον ανεβάζει στον ουρανό.
Και όχι μόνον αυτό.
Έχομε Θεία Λειτουργία που βγάζει τους ανθρώπους απ’ την κόλαση και τους βάζει στον Παράδεισο, γι’ αυτό και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, όταν από τον Άγιο Δίσκο, μαζεύομε τις μερίδες της Παναγίας, των εννέα Ταγμάτων των Αγίων και των ψυχών κεκοιμημένων και ζώντων, όταν τις ρίχνομε στο Άγιο Ποτήριο λέμε «απόπλινον Κύριε τας αμαρτίας αυτών των ενθάδε ευσεβώς ζώντων τε και τεθνεώτων εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».

Ένας ιερεύς – θα αρχίσομε ιστορίες, αληθινές, βιωματικές – βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου, για μήνες, σχεδόν ακίνητος, δεν μπορεί να γυρίσει ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Η παρηγοριά του το σύγχρονο μέσο που γίνεται χρήσιμο, το ραδιόφωνο, οι κασέτες με τις ψαλμωδίες και τα κηρύγματα, το κομποσχοίνι στο χέρι και η προσευχή και η τακτική Θεία Κοινωνία, η μετάληψις των Αχράντων Μυστηρίων, από τον παρακείμενον ενοριακό ναό που με τόση προθυμία οι αδελφοί πατέρες του προσέφεραν, όποτε εκείνος το ζητούσε ή το είχε ανάγκη η ψυχή του.
Ένα βράδυ σε μια δική του αγρυπνία, διότι απ’ τον πόνο πολλές φορές δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ήρθε σε έκσταση και θεωρία.
Και ηρπάγη ο νούς του, και ηρπάγη ο νούς του εις το υπερουράνιο Θυσιαστήριο και εκεί ώ του θαύματος, είδε τον θρόνον της Δόξης του Θεού όλο Δόξα και Θεία λαμπρότητα, και φως που τύφλωνε κάθε θνητό μάτι, και γύρω από αυτόν τον Θρόνο είδε μυριάδες μυριάδων αγγέλων, με χρυσά θυμιατήρια να θυμιάζουν τον Θρόνον της Δόξης του Θεού, γύρω γύρω.
Και πέριξ αυτών άλλος χώρος, ο χορός των Αποστόλων και ανά των αιώνων Ισαποστόλων, ανάμεσά τους και ο μεγάλος Εθναπόστολος και Ιερομάρτυς της Εκκλησίας και του Έθνους μας, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Και αυτοί κρατώντας χρυσά θυμιατήρια, θυμιάτιζαν τον ουράνιον αυτόν θρόνον της Δόξας του Θεού.
Πέριξ αυτών των χορών τρίτος χορός, ο χορός των Ιεραρχών, των ιερέων, των πρεσβυτέρων και όλων εκείνων που καταξιώθησαν να βρεθούν από το επίγειο θυσιαστήριο στο υπερουράνιο, να θυμιατίζουν και αυτοί, με χρυσά θυμιατήρια τον Θρόνον της Δόξης του Θεού.
Πέριξ αυτών υπήρχε και ένας τέταρτος χορός, και αυτοί ήσαν λευκοφορεμένοι, αλλά κατάπληκτος αντίκρυσε ότι αυτοί οι οποίοι αποτελούσαν τον χορόν αυτόν, και θυμιάτιζαν κι αυτοί, οι συμμετέχοντες σ’ αυτόν τον χορόν, τον υπερουράνιον θρόνον της Δόξης του Θεού, κρατώντας και αυτοί χρυσά θυμιατήρια, να είναι όλοι οι διανοητικώς καθυστεριμένοι. Τα παιδιά με τα προβλήματα του συνδρόμου ντάουν (Down).
Και άλλοι πολλοί της ίδιας αυτής κατηγορίας.
Δεν είμασταν οι πίσω. Ήταν αυτοί οι οποίοι είναι καταφρονημένοι σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο και μάλιστα πολλές φορές τους κλείνουμε στα άσυλα ή τους διώχνουμε, τους απομακρύνουμε από την οικογενειακή εστία και τα στέλνομε ομαδικώς σε διάφορες λεγόμενες οικογένειες, λεγόμενες, διότι δεν είναι οικογένειες, είναι σπίτια κατά βάθος πιστεύω, τους γνώριζε αυτούς, όλοι υπηρέτες του επιγείου θυσιαστηρίου, βρέθηκαν και εκεί ψηλά στο ουράνιο θυσιαστήριο, στο Θρόνο της Δόξης του Αγίου Θεού.
Είθε να αξιώσει και μας όλους ο Θεός, αδελφοί μου και πατέρες και συλλειτουργοί, και σεις χριστιανοί, και σεις, και σεις, και σεις, και σεις και γω, να μην μείνω απέξω, όλοι μας, να μας αξιώσει ο Θεός να βρισκόμαστε εκεί στο υπερουράνιο αυτό θυσιαστήριο, συμμετέχοντες εις τους αιώνας των αιώνων στην αγάπη του Θεού, από την οποία αγάπη και Δόξα θα τρεφόμεθα.
Εκείνο που του έκανε εντύπωση για τον τέταρτον αυτό, πέμπτο χορό των δήθεν καθυστερημένων ανθρώπων αυτής της παρούσης ζωής, ότι είχαν μέσα τους τόση σοφία και τόση Δόξα όση είχαν και οι μεγάλοι Ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Έτσι του απεκαλύφθη.
Αλλά έτσι το είδαν και κάποιοι άλλοι καταξιωμένοι κληρικοί, όταν αντίκρισαν κάποια καθυστερημένα παιδιά, εν εκστάσει και θεία οράση εκεί ψηλά.

Ένας αναβαθμός του πρώτου ήχου μας λέει «οδεύσομε εις τας αυλάς του Κυρίου, ευφράνθη το Πνεύμα ….» Οφείλομε με χαρά και ευφροσύνη και με πραγματική λαχτάρα που πρέπει να βγαίνει απ’ την καρδιά μας, να τρέχουμε κάθε Κυριακή και κάθε μεγάλη γιορτή στις Εκκλησιές μας.
Τι άλλο λοιπόν γίνεται μέσα σε κάθε Θεία Λειτουργία;
Νοερά λογική λατρεία η οποία μπορεί να εξελιχθεί ακόμα και σε πνευματική.
Και απ’ τη γη να βρεθούμε στον ουρανό.
Διότι μέσα σ’ αυτόν προσφέρεται η λύτρωσις, η άφεσις, η θέωσις, η δόξα του χριστιανού.
Αρχίζομε από απλές παρακλήσεις και ιερές αιτήσεις που αναφέρονται κατά πρώτον λόγον στις πνευματικές και ηθικές ανάγκες μας και ύστερα στις υλικές που είναι απαραίτητες και αυτές για τη συντήρηση της ζωής μας, διότι ας μην το ξεχνάμε, είμεθα από σώμα και ψυχή.
Οι αιτήσεις όμως αρχίζοντας αυτή η Θεία Λειτουργία, συνεχίζονται για την ειρήνη του Σύμπαντος Κόσμου και για τη λύτρωσή μας από τις θλίψεις και από τους πειρασμούς της ζωής.
Συνυπάρχουν όμως ύμνοι και ωδές πνευματικές και πολλές δοξολογίες προς τον Πανάγιον Τριαδικόν Θεόν, τον οποίον ακαταπαύστοις όμασι και ασυγχήταις δοξολογίες ανυμνούν και δοξάζουν οι ουράνιες δυνάμεις, των αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων όπως προηγουμένως προείπαμε.
Προσφέρομε όμως ακόμα και πολλές ευχαριστίες για τα όσα πνευματικά και υλικά αγαθά μας χαρίζει Κύριος ο Θεός ημών.
Πρέπει όμως χριστιανοί μου να θυμηθούμε, λίγο περιληπτικά για να μπορέσουμε να μπούμε μέσα στο πνεύμα της Θείας Λειτουργίας.

Για να αρχίσομε παραδείγματος χάρη από τον εσπερινό.
Στον εσπερινό ζούμε πριν απ’ όλα την δημιουργία του ορατού και αοράτου κόσμου, του ανθρώπου, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, όπως και των αγγέλων του ουρανού και της γης και πάσης κτίσεως.
Και μάλιστα όταν ο ιερεύς φορέσει τα άμφιά του, κατ’ αρχήν και φελόνι, εκεί δείχνει συμβολικά τη δημιουργία προ του ανθρώπου με την πρώτη θεο-ύφαντη στολή της αγνότητος και της αναμαρτησίας, όλος χάρη και θεία ομορφιά.
Ομορφιά παραδεισένια.
Ζούμε ακόμα το φοβερό δράμα της πτώσεως των Πρωτοπλάστων αλλά και τη γλυκειά προσδοκία της σωτηρίας, την οποία με τόση σιγουριά κήρυξαν οι προφήτες.
Τα κεριά, τα καντήλια και τα φώτα με το τέλος του εσπερινού σβήνουν και ο ιερεύς βγάζει από πάνω του τα ιερά άμφια.
Έτσι δηλώνεται η γύμνωσις του Αδάμ απ’ την λαμπροφόρο στολή της αθανασίας και την επικράτηση του σκότους και της πλάνης.

Αλλά να την άλλη μέρα στον όρθρο και ειδικά στην ακολουθία της ιερά Προθέσεως, ζούμε την εκπλήρωση της υποσχέσεως, που δόθηκε και είπε το πρωτο-ευαγγέλιο, όπως λέγεται, για την σωτηρίαν πάντων ημών.
Κτυπούν οι καμπάνες, και ψάλλεται θριαμβευτικά η Δοξολογία «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» και αν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα ζητωκραυγάζουμε θριαμβευτικά «Χριστός γεννάται δοξάσατε».
Η υπόσχεσις πραγματοποιήθηκε. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου.
Αυτά και άλλα πολλά συμβαίνουν στην ακολουθία της Ιεράς Προσκομιδής.

Και η Θεία Λειτουργία αρχίζει.
Και μεις όλοι κλήρος και λαός, μέσα στους ναού μας, απολαμβάνομε τη σωτηρία μας με την Είσοδο του Κυρίου Ιησού Χριστού στον κόσμο.
Έρχεται ανάμεσά μας με τη μικρή Είσοδο, και το Ιερό Ευαγγέλιο που το κρατάνε οι Ιερείς και οι διάκονοι στο ύψος του προσώπου, για να καλύπτεται από τον ερχόμενο Κύριο.
Εισοδεύομε τον Χριστό και μαζί μας εισοδεύουν και οι Άγγελοι.
Αυτή η Είσοδος είναι μια ζωντανή πραγματικότητα και ο Εισοδικός Ύμνος «Δεύτε προσκυνήσομεν» λόγος αληθινός.
Ο ουρανός και η γή συμπορεύονται προς το πανάγιον θυσιαστήριο.
Αλλά μαζί με τους ιερείς και τους αγγέλους πραγματοποιούν αυτήν την Είσοδο και όλοι οι εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί.
Οδεύομε και μεις και ακούμε.
Βλέπομε την έλευση του Κυρίου.
Είμαστε μαζί με τους ποιμένες.
Προσκυνούμε μαζί με τους λεγομένους μάγους τότε και σοφούς της εποχής εκείνης.
Προσφέρομε και μείς δώρα τίμια μέσα απ’ την καρδιά μας.
Είναι η προσφορά της μετανοίας της αγάπης και της λατρείας μας προς τον Θεόν.
Και εισοδεύουμε για να συμπαρασταθούμε όλοι μας στη Σταυρική του Θυσία για να συμμετάσχουμε σε λίγο στο Μυστικό Δείπνο και στο Ποτήριον της Ζωής.
Στο Μυστικό Δείπνο, και στο Ποτήριον της Ζωής, στην Θεία Ευχαριστία.

Ο Ναός όμως όπως βλέπετε εδώ, δεν είναι ένα κρύο και ένα άδειο δωμάτιο.
Είναι γεμάτο παραστάσεις από αγιογραφίες εικόνες Αγίων και Αγγέλων.
Έχει τον άμβωνα, έχει τον Θρόνο, έχει τους πολυελέους, έχει τα καντήλια, έχει το θυμίαμα και τόσα άλλα.
Δεν είναι όμως αυτά απλά σύμβολα ή διακοσμητικά στοιχεία. Είναι μια ζωντανή πραγματικότητα.
Είναι η Τριαδική Βασιλεία του Θεού παρούσα στη γή.
Είναι η θριαμβεύουσα Εκκλησία ενωμένη μετά της Επιγείου εις μίαν Εκκλησίαν της οποίας μέλη και πολίτες ουρανοπολίτες είμεθα εμείς.
Και η ψυχή μας τότε χαίρεται, αγάλλεται, ευφραίνεται, δοξολογεί και ευχαριστεί τον Πανάγιον Θεόν.
Και επειδή δεν ξέρει πως αλλιώς να εκφραστεί, το αίτημά της είναι «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Ή μπορούμε να φωνάξουμε την φωνή του Τελώνου, «ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», διότι όλοι είμεστε αμαρτωλοί, κλήρος και λαός.
Γι’ αυτό και επαναλαμβάνομε την φωνή του Ασώτου, «ήμαρτον εις τον Ουρανόν και ενώπιόν Σου».

Έτσι μαζί με τον Ευαγγελικό λόγο που είναι ο ίδιος ο Θεός, ακολουθεί και η μαρτυρική πορεία προς τον Γολγοθά.
Και αυτή πραγματοποιείται με τη Μεγάλη Είσοδο.
Στη Μεγάλη Είσοδο ακούγεται η φωνή και η κραυγή του ληστού.
«Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», την οποία η Εκκλησία, δια των ιερέων της και των διακόνων την έχει μετατρέψει λέγοντας «Πάντων ημών, μνησθήι Κύριος ο Θεός», και ο Θεός όχι μόνον μας θυμάται αλλά είναι και παρών.
Άλλωστε για μας σταυρώθηκε και για τον καθέναν από μας χωριστά.
Πρέπει αυτό χριστανοί μου να το συνειδητοποιήσουμε, ότι σταυρώθηκε για σένα, για σένα, για σένα, για σένα, για μένα, για μας.
Είναι το Εσφαγμένον Αρνίον, είναι ο Αμνός του Θεού, ο Αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.
Η Μικρή και η Μεγάλη Είσοδος, το Ευαγγελικόν Ανάγνωσμα και η κραυγή του ληστού, δεν είναι τυχαίες κινήσεις και φωνές.
Ούτε απλοί συμβολισμοί, αλλά μια ζωντανή πραγματικότητα την οποίαν καλούμεθα όλοι οι εκκλησιαζόμενοι πιστοί χριστιανοί, και ιδιαιτέρως οι λειτουργοί να πάρομε μέρος, συνειδητό.
Γι’ αυτό και ερχόμεθα στον Ναό, για να πάρομε μέρος στον Μυστικό Δείπνο, μαζί με τους Αποστόλους, στη φρικτή Θυσία και στο Ποτήριον της Ζωής.

Γι’ αυτό και οφείλομε να συμμετέχομε όλοι μας στη Θεία Κοινωνία.
Έτσι θάβεται ο παλιός Αδάμ.
Έτσι θάβουμε τον κόσμον και τα του κόσμου και ενδυόμεθα τον Χριστόν, διότι Θεία Κοινωνία σημαίνει Θεοφορία.
Ενδύεσαι και φοράς τον Χριστόν.
Είσαι μέσα στον Χριστό και ο Χριστός είναι μέσα σου.
Σ’ ολόκληρο το είναι σου, στο ψυχοσωματικό σου Είναι.
Είσαι κατά χάριν θεωμένος και να μην πω τα άλλα τα γνωστά που λέγονται, πνευματοφόρος, θεοφόρος και τα λοιπά.
Κοινώνησες, είδες το φώς το αληθινόν, γι’ αυτό και θριαμβευτικά δοξολογείς, οι ψάλτες σε αντιπροσωπεύουν και συ δοξολογείς και συ και γω, «είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον».
Ναι χριστιανοί μου, ναι αδελφοί μου, ναι αδελφοί, Πατέρες και συλλειτουργοί, μέσα στους ιερούς ναούς με τη Θεία Λειτουργία και μάλιστα με τη Θεία Κοινωνία ζούμε το θάνατο των παθών μας, τη νέκρωση του παλιού ανθρώπου, την Ανάστασή μας, τη Θέωσή μας, την Ανάληψή μας, την προσωπική μας Πεντηκοστή.
Πως λοιπόν να μη γεμίζει η καρδιά μας από χαρά και ευφροσύνη, όταν κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή στον εκκλησιασμό μας συμμετέχουμε στο Ποτήριον της Ζωής κι αν δεν κοινωνήσουμε πνευματικά στη Θεία Λατρεία…

Ο προφήτης Δαβίδ έγραψε στον εξηκοστόν τέταρτον (64ο) ψαλμόν του «Άγιος ο Ναός του, θαυμαστός εν δικαιοσύνη, πλησθησόμεθα δε εν αληθοίς», δηλαδή «Άγιος και θαυμαστός ο ναός του Θεού και γεμάτος αγαθά».
Και ποια ήσαν αυτά τα αγαθά τότε;
Η σκηνή του μαρτυρίου και κυρίως η Κιβωτός της Διαθήκης, που περιείχε τις πλάκες του Νόμου με τις δέκα εντολές, οι στάμνες με το μάννα, και η ράβδος η βλαστήσασα του Ααρών. Αυτά τα αγαθά έβλεπαν τότε οι Ιουδαίοι και ευφραίνοντο.

Ασύγκριτος όμως πρέπει να είναι η δική μας χαρά, και η πνευματική και η σωματική δεν συγκρίνεται, με εκείνη τη χαρά για τα όσα ζούμε και παίρνουμε στους δικούς μας ναούς και σε κάθε Θεία Λειτουργία κι όταν συμμετέχουμε στη Θεία Κοινωνία.
Να ξέρετε, με τη Θεία Κοινωνία πολλά πρόσωπα λάμπουν.
Γι’ αυτό και όσοι εκκλησιάζονται με συναίσθηση, με συντριβή, με κατάνυξη, με πίστη και αγάπη, στο τέλος της Θείας Κοινωνίας, όχι μόνο τα πρόσωπα λάμπουν αλλά και τα μάτια τους είναι φωτεινά, ο νους καθαρός, συντετριμμένος και εν ταπεινώσει. Οι αισθήσεις ειρηνικές, το σώμα ελαφρό και η καρδιά μας έχει πανηγύρι,
«Πάσχα» φωνάζει μέσα της η καρδιά μας, «Πάσχα, Πάσχα, Πάσχα έκανα γιατί κοινώνησα σήμερα, και Πάσχα θα κάνω πάλι γιατί θα κοινωνήσω πάλι», λέει και κάποιος ποιητής και είναι αλήθεια αυτό.

Έτσι λοιπόν στον μεν Εσπερινό βλέπομε τρείς πράξεις, τη Δόξα της Δημιουργίας του Σύμπαντος κόσμου ουρανού και γής και το πρώτο ζεύγος των ανθρώπων το πρώτο ζεύγος των ανθρώπων, των Πρωτοπλάστων, Αδάμ και Εύας.
Δεύτερο, έχομε την οδύνη της πτώσεως των Πρωτοπλάστων και
Τρίτον την υπόσχεση της λυτρώσεως.
Αλλά η Θεία Λειτουργία έχει όμως ουράνιες πράξεις, που όπως είπαμε αρχίζει με την θριαμβευτική δοξολογία του όρθρου, συνεχίζει με την ακολουθία της προθέσεως όπου έχομε την προτύπωση της ενανθρωπίσεως του Θεού Λόγου στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού.
Και ακολουθεί το προοίμιον της Σταυρικής Θυσίας στην ακολουθία της Ιεράς Προσκομιδής. «Θύεται ο Αμνός του Θεού», λέμε εμείς οι ιερείς, «και είς των στρατιωτών, λόγχη την πλευρών Αυτού του Κυρίου ένυξεν, και ευθέως εξήλθε αίμα και ύδωρ».

Ξέρεται κάποιος νεοχειροτονημένος ιερεύς, όπως και ο Άγιος Θεοδόσιος του Άργους, όταν λειτούργησε για πρώτη φορά ως πρεσβύτερος, θέλησε να λειτουργήσει, και έκαμε την Προσκομιδή, και έφτασε αυτή η ιερά στιγμή να μπήξει την λόγχη μέσα στον Τίμιον Άρτο, είδε τον εαυτόν του να μεταβάλλεται σε κείνον τον στρατιώτη, που έμπηξε με την λόγχη του την πλευράν του Κυρίου, και έτρεξε αίμα και ύδωρ.
Και πράγματι δεν ξέρω πως, αυτά μόνον τα γνωρίζει ο Πανάγιος Θεός, καταξιώθηκα αυτόν όλως αναξίως τον ιερέα να τον ακούσω… Το μπουκαλάκι με το κρασί έγινε Αίμα, πώς έγινε Αίμα; Πώς έγινε;
Και ο ιερεύς αυτός μετά την πρώτη αυτή Θεία Λειτουργία, ζήτησε να παραιτηθεί της ιεροσύνης και να γίνει μόνον απλός ιεροκήρυκας του Θείου Λόγου.
Δεν τόλμησε ξανά να λειτουργήσει.
Το ίδιο συνέβη και με τον Άγιο Θεοδόσιο του Άργους.
Μετά την πρώτη Θεία Λειτουργία παρετήθη της ιεροσύνης και εγένετο γνωστός ασκητής και όσιος της Εκκλησίας μας.

Η πραγματοποίησις της υποσχέσεως της λυτρώσεώς μας, πραγματοποιείται, πραγματώνεται, ολοκληρώνεται με τη Θεία Λειτουργία η οποία αρχίζει με το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Ποιος μας μίλησε όμως χριστιανοί μου για αυτή τη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του Ενός Τριαδικού Θεού, του ενός Θεού και της Βασιλείας Του; Ο Υιός και Λόγος του Θεού.
Πότε και πώς θα με ρωτήσετε. Με την ενανθρώπησή Του στο πρόσωπο του Χριστού.
Με την ανυπέρβλητη Θεϊκή Του διδασκαλία και τη Σταυρική Του Θυσία στο Γολγοθά.
Πως δηλώνεται; Τα είπαμε. Με τη Μικρά και Μεγάλη Είσοδο.
Υπάρχουν όμως και άλλες συμβολικές παραστάσεις της Μεγάλης Εισόδου, μία εκ των οποίων είναι η θριαμβευτική πορεία και είσοδος του Κυρίου στην πόλη της Ιερουσαλήμ όπου μέλλει σταυρωθείναι υπέρ της του κόσμου σωτηρίας.
Η Μεγάλη Είσοδος και η κραυγή του ληστού «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», μαζί με τη φωνή των ιερέων «Πάντων ημών μνησθήι Κύριος ο Θεός» είπαμε ότι δεν είναι τυχαίες φωνές ούτε απλοί συμβολισμοί αλλά μια ζωντανή πραγματικότητα.

Σ’ αυτή τη ζωντανή πραγματικότητα καλούμεθα όλοι μας να πάρουμε μέρος, όχι εικονικά, αλλά πραγματικά.
Δεν θα μπούμε μέσα στο ναό τούβλο και θα βγούμε τείχος.
Θα μπούμε αμαρτωλοί και θα βγούμε Άγιοι με τη συμμετοχή μας, τη συνειδητή στα τελούμενα φρικτά της Θείας Λειτουργίας, και με τη συμμετοχή μας στο Ποτήριον της Ζωής.
Έτσι θάβεται ο παλιός Αδάμ.
Και με τη Θεία Κοινωνία ανίσταται ο νέος Αδάμ, μαζί με τον Χριστό διότι μας φωνάζει ο Θεός, εσάς, εσάς όλους και μένα, και μας που είμαστε λειτουργοί του Υψίστου μας φωνάζει ο Θεός και μας λέει «Ελάτε, ελάτε, ελάτε, ελάτε να σας φυτέψω στο Σώμα μου», για να σας φυτέψω όμως στο Σώμα Μου, πρέπει να λάβετε μέρος στη Θεία Κοινωνία.
Κι όταν λαμβάνομε μέρος στη Θεία Κοινωνία, τότε βλέπομε και το φως το αληθινόν.
Να λοιπόν η Ανάστασίς μας.
Να λοιπόν η Ανάληψίς μας.
Η δόξα του σεσωσμένου ανθρώπου χριστιανού.

Και η Θεία Λειτουργία τελειώνει, και γίνεται η απόλυσις, μοιράζεται το αντίδωρο και κλείνεται η Ωραία Πύλη.
Στη συνέχεια μέσα στο Άγιο Βήμα, και κακώς δεν τη διαβάζομε και έξω, διαβάζεται η Θεία Ευχαριστία της Θείας Μεταλήψεως, που στο τέλος ο ιερεύς λέγει αυτό που ακούσαμε και σον Εσπερινό «Νυν απολύεις τον δούλο Σου Δέσποτα».
Τώρα αυτή είναι η φωνή του Αγίου Συμεών όταν δέχτηκε στην αγκαλιά του το βρέφος, Ιησούς, σαράντα ημερών.
Τώρα λοιπόν ο λειτουργός, όπως και ο κάθε χριστιανός, που κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων είναι έτοιμος να πεθάνει.
Γι’ αυτό και ομολογεί και λέγει «Νυν απολύεις τον δούλο Σου Δέσποτα, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το Σωτήριόν Σου».
Ο Συμεών, ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, κράτησε στην αγκαλιά του για λίγες στιγμές το Σωτήρα του κόσμου, ενώ εμείς Τον πήραμε και Τον παίρνουμε ολόκληρον μέσα μας, όχι μόνον που μας χάρισε τη (σωτηρία) αλλά και μας τη χαρίζει.
Και με τη Θεία Κοινωνία μας έντυσε με αφθαρσία και φως, με αθανασία και ζωή, μας ανέστησε και μας συνεκάθησε και συνεθρόνησε στα Δεξιά του Θεού και Πατρός.
Γι’ αυτό και ο ιερεύς βγάζει τα άμφιά του.
Που σημαίνει ότι δεν του χρειάζεται πλέον η στολή αυτού του κόσμου, μιας και ντύθηκε τον ίδιο τον Χριστό.
Αυτά κατά τον Άγιο Συμεών το Νέο το Θεολόγο.
Έτσι δώσαμε μια πολύ μικρή περίληψη του Εσπερινού, του Όρθρου, της Ιεράς Προσκομιδής και της Θείας Λειτουργίας. (Να κοιτάξω όμως και την ώρα …)

Στα παλιά παλιά πολύ παλιά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό της πατρίδος μας, ένας νέος που από μικρός ήθελε να γίνει ασκητής, αυτό ήταν το όνειρό του.
Είχε όμως κάποιες φυσικές δυσκολίες.
Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, και με μια σχετική βραδύνοια και με πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις.
Μόλις σαράντα (40) ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει την κρυφή του αγία επιθυμία, και έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπο σε τόπο, κατέληξε σε ένα ερημονήσι όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανέπαυσε πλήρως την καρδιά.
Έγινε υποτακτικός του και με έκπληξη παρατηρούσε ότι όταν προσηύχετο ο γέροντας του, έλαμπε ολόκληρος, ιδίως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε το «Κύριε ελέησόν με».
Ο γέρο ασκητής ήταν και αυτός αγράμματος αλλά πολύ φωτισμένος, και όλη του προσπάθεια ήταν να κάμει αυτόν τον δόκιμο τρόπον τινά, ας το πούμε ασκητή, να μάθει να λέγει το «Κύριε ελέησόν με», διότι επαναλαμβάνω ήτο βραδύγλωσσος και βραδύνους.
Εκοιμήθη όμως ύστερα από ένα δύο χρόνια ο γέρων ασκητής και παρέμεινε μόνος του πλέον. Ζούσε έτσι ολομόναχος και δυσκολεύτηκε πολύ για να μπορέσει να ζήσει, διότι το νησί ήτο τελείως έρημο, κι ό,τι μπορούσε έκανε με τα χέρια του αλλά κυρίως όμως δόθηκε πολύ στην προσευχή, πάρα πολύ και ήτο τόσο αποτελεσματική η προσευχή του,
μ’ αυτές τις λέξεις «Κύριε ελέησόν με», ώστε να εδέχετο ουράνια τροφή με την οποίαν και ετρέφετο.
Έτσι ένοιωθε ότι αυτό που ζούσε στο χωριό όταν κοινωνούσε, των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων αυτός το ζούσε κάθε μέρα, διότι σε μια γωνιά, κάτω από μια φτωχική χάρτινη εικόνα, του Χριστού και της Παναγίας, έβρισκε ουράνιον άρτον.
Με τα χρόνια όμως που πέρασαν, όπως ήτο βραδύγλωσσος και βραδύνους, μπέρδεψε πολύ γρήγορα τα λόγια του και αντί να λέγει «Κύριε ελέησόν με», έλεγε «Κύριε μη με ελεήσεις».
Και παρόλο που ελούζετο καθημερινώς εις τα δάκρυα, με την αρνητική αυτή ευχή, «Κύριε μη με ελεήσεις», ο ουράνιος άρτος δεν έλειψε απ’ το φτωχό του εικονοστάσι.
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα, ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι.
Ένας από τους επιβάτες του ήταν ο επίσκοπος εκείνης της επαρχίας, και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει, τον πήρε με μια βάρκα και πήγαν στο νησί για να το περιεργαστούν.
Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι, το οποίον και ακολούθησαν.
Και έφθασαν μπροστά σε μια σπηλιά, από όπου μέσα απ’ αυτήν άκουσαν μια πονεμένη προσευχή, μια ανθρώπινη φωνή.
Κατάλαβαν ότι ήτο άνθρωπος και ασκητής που έλεγε συνεχώς «Κύριε μη με ελεήσεις».
Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε ένα γέροντα σκελετωμένο ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μεσ’ τις κόγχες, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος και υπεράνω του εδάφους.
Με μάτια βαθουλωμένα μέσα τις κόγχες, να προσεύχεται, να κλαίει και συνεχώς να επαναλαμβάνει «Κύριε μη με ελεήσεις».
Τον αντιλήφθηκε βέβαια ο ασκητής, σταμάτησε την προσευχή, και δεν ήξερε τι λόγια να βγάλει απ’ το φτωχό του στοματάκι για να υποδεχτεί τους ξένους.
Πληροφορήθηκε όμως η ψυχή του ότι ήτο επίσκοπος, του έβαλε μετάνοια, του φίλησε το χέρι, και ο Δεσπότης με πολλή συστολή, προσπάθησε να του πει ότι αυτή η προσευχή του, δεν είναι η σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε ελέησόν με».
Ταράχτηκε ο ασκητής, πιστεύοντας ότι τριάντα τόσα χρόνια, έκανε πολύ μεγάλο κακό στην ψυχή του. Ξέσπασε κατόπιν σε κλάματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά αυτήν την προσευχή, και κείνος με δέος και φόβο, προσπάθησε για αρκετή ώρα να του στρώσει τη γλώσσα του, γιατί ήτο βραδύγλωσσος, στο να λέγει πλέον «Κύριε ελέησόν με», - άλλωστε το είχε μάθει και απ’ τον γέροντά του.
Φεύγοντας ο επίσκοπος, τον συνόδεψε ο ασκητής, μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε ελέησόν με» για να μην το ξεχάσει.
Άλλωστε έπρεπε να το συνηθίσει και η γλώσσα του.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε ελέησόν με».
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και πάλι το ξέχασε.
Σάστισε, πόνεσε πολύ και ξέσπασε πάλι σε δάκρυα.
Στην απελπισία του, πετάει, τι να σας πω, ράσο δεν ήταν εκείνο, τέλος πάντων, το χιλιομπαλωμένο εκείνο τσουβάλι, το πετάει επάνω στη θάλασσα, το είχε ως ράσο, ως αντερί. Και βαδίζει πάνω σ’ αυτό προς το καράβι.
Φάντασμα, φάντασμα, τρόμαξαν, φώναξαν τρομαγμένοι οι ναύτες, με τις φωνές ανέβηκε και ο Δεσπότης στην κουπαστή, τον είδε ο ασκητής και του φώναξε «τι να λέω, τι να λέω Δέσποτά μου;»
Και κείνος με συγκίνηση και δάκρυα τον κάλεσε,
«Ό,τι έλεγες να λέγεις παιδί μου. Αυτή είναι ουράνια προσευχή, ουράνια προσευχή. Συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό. Και κάνε και για μένα μια προσευχή κι ένα Σταυρό.»
Η γλώσσα της καρδιάς του ασκητού αυτού χριστιανοί μου, αυτή μιλούσε, η γλώσσα της καρδιάς, όχι η γλώσσα αυτή η στοματική, και όταν αυτή ομιλεί και λαλεί και προσεύχεται, όλες οι άλλες γλώσσες δεν έχουν καμία αξία μέσα σ’ αυτόν τον κόσμον.
Και ξέρει να τα πει, όταν συμμετέχει άξια, στη Θεία Ευχαριστία, στη Θεία Κοινωνία.
«Κύριε μη με ελεήσεις» έλεγε ο ασκητής, μα η καρδιά του ήταν ολόκληρη δοσμένη στον Χριστόν, γιατί μιλούσε τη δική της ουράνια γλώσσα προς εκείνον που είναι ο Σωτήρας του κόσμου και Σωτήρας δικός του.
Ο ανώνυμος αυτός ασκητής, είχε ουράνια Θεία Λατρεία, και η προσευχή του έβγαινε μέσα απ’ την καρδιά του.
Αυτό το «Κύριε μη με ελεήσεις» μετέβαλε τη καρδιά του σε ναό. Σε ουράνιο θυσιαστήριο.
Εμείς που είμαστε λογικοί και δεν είμαστε βραδύνοες, και τάχουμε όλα τα αγαθά αυτού του κόσμου, σ’ αυτή την παρούσα ζωή, όταν μπαίνουμε στη Θεία Λειτουργία, όταν μπαίνουμε μέσα στις εκκλησιές και στους ναούς, και όταν συμμετέχουμε στη Θεία Κοινωνία, στη Θεία Ευχαριστία, στη Θεία Λατρεία, γίνεται η καρδιά μας ουράνιο θυσιαστήριο;
Μεταβάλλεται σε Λειτουργία του Αγίου Πνεύματος;
Ο νους αυτού του ασκητού, με τη δική του φωνή, ήτο πότε ιερεύς, παπάς, και πότε ψάλτης όπου πάνω στην ουράνια τράπεζα της καρδιάς του προσέφερε θυσία ευπρόσδεκτη προς τον Θεόν.
Τι προσέφερε; Το «Κύριε μη με ελεήσεις», το «Κύριε», το πανάγιον όνομα του Ιησού Χριστού.
Άμα το επαναλαμβάνομε και μείς με πλήρη συναίσθηση, και πολύ περισσότερον όταν κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων, τότε αισθανόμεθα πνευματικά την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα μας.
Γιατί παράξενο είναι; Δεν λέει μέσα το Άγιον Ευαγγέλιον, ότι το Άγιον Πνεύμα όπου θέλει πνεί και την φωνήν αυτού ακούεις; Δεν ακούς τη φωνή. Απ’ το στόμα της καρδιάς που λατρεύει Κύριον τον Θεόν και Σωτήρα πάντων ημών Ιησούν Χριστόν. Αυτός και ο καθένας από μας ή που αξίως λειτουργεί των Αχράντων Μυστηρίων, είτε από σας που συμμετέχει αξίως πάλι στη Θεία Κοινωνία, η καρδιά του μεταβάλλεται σε Πασχαλινή Θεία Λειτουργία. Μεταβάλλεται σ’ ένα ουράνιο λαμπρό πανηγύρι.
Εκείνος συμμετείχε στο δείπνο της βασιλείας των ουρανών από δω, κάτω απ’ τη γη.
Και ελάμβανε ακατάλυπτη ουράνια τροφή και ύδωρ ζον.
Άραγε εμείς;
Κι όλα αυτά για να μας βεβαιώσει ο Πανάγιος Θεός ότι όντως υπάρχει, Θεία Λειτουργία του Πνεύματος μέσα μας. Αφού η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί.
Δεν είναι αυτά λόγια κούφια.
Είναι μία ζωντανή πραγματικότητα, είναι η νοερά ενέργεια και φωνή του Αγίου Πνεύματος που κράζει αδιάλειπτα «Αββά ο Πατήρ, είσαι ο Πατέρας μου, είσαι ο Θεός μου, είσαι ο Λυτρωτής μου, Κύριε ελέησόν με».
Εμείς όμως θα μου πείτε, ότι ζούμε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, με τις τόσες μέριμνες βάσανα και θλίψεις… Έχει όμως και για μας ο Θεός.
Και έχει κληροδοτήσει διά των Αγίων Αποστόλων και των διαδόχων τους, επισκόπων και πρεσβυτέρων, τη Θεία Λειτουργία, τα Άχραντα Μυστήρια.

Η Θεία Λειτουργία λοιπόν, η Θεία Λατρεία, η Θεία Ευχαριστία, μας προσφέρει στο σύνολό της την πρόνοιαν του Θεού για τη σωτηρία μας.
Μας προσφέρει δωρεάν το Σώμα και το Αίμα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Ζούμε το μέγιστο θαύμα.
Κάθε φορά που ανοίγουν οι πόρτες των Ορθοδόξων Ιερών Ναών και χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες, καλούν όλους μας, όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς και όχι τους αιρετικούς, στο Μυστικό Δείπνο, στην Αγία Τράπεζα, όπου προσφέρεται ο Θυσιαζόμενος Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις βρώσιν και πόσιν τοις πιστοίς.
Ιδού το θαύμα θαυμάτων.
Κι αυτό το θαύμα θαυμάτων που δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μας, όργανό του είναι ο επίσκοπος κι ο ιερεύς, που διά μέσω αυτών το τηρεί ο ίδιος ο Κύριος.
Είναι ο Θυσιάζων και ο Θυσιαζόμενος, είναι ο Θύτης και το Θύμα, είναι ο Προσφέρων και ο Προσφερόμενος, ο πάντοτε Εσθιόμενος και μηδέποτε Δαπανόμενος.
Βέβαια ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει κάποιες άλλες αναφορές, για τη Θεία Λειτουργία, τις οποίες βέβαια αν θα αναλύσομε σαν μια δεύτερη περίληψη της Θείας Λειτουργίας, θα μας πάρει ο χρόνος και ήδη πιστεύω ότι σας έχω κουράσει.
Να πούμε μονάχα ότι το «Πάτερ ημών» δηλώνει την υιοθεσία μας εν Χριστώ,
και ότι ο βεβαιωτικός ύμνος «Είς Άγιος, είς Κύριος»
δε λέει «πρόσχωμεν τα Άγια τοις Αγίοις»; Ποιος όμως είναι άγιος;
Να προσέξομε διότι τα Άγια είναι για τους Αγίους.
Ποιος ημών όμως είναι Άγιος;
Γι’ αυτό και οι ιεροψάλτες μας που εμάς αντιπροσωπεύουν, μας λένε «δεν είμεθα ημείς», «Είς Άγιος, Είς Κύριος, Ιησούς Χριστός», αυτός είναι ο Άγιος, ο μόνος Άγιος και εν Αγίοις αναπαυόμενος.
Αυτό λοιπόν το «Είς Άγιος» ανυψώνει το νού μας, στην υπέρτατη είσοδο του Ορθοδόξου Χριστιανού, στην άβυσσο της Θείας Ευχαριστίας.
Γιορτάζουμε πολλές φορές, αλλά, όλες αυτές τις εορτές δεν πρέπει να τις γιορτάζομε με κοσμικό τρόπο, όπως γίνεται συνήθως, με κοσμικές εκδηλώσεις, παθητικά και αδιάφορα, διότι μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία που είναι η Κιβωτός της Σωτηρίας δεν είμεθα απλοί θεατές, επαναλαμβάνω δεν είμαστε θεατές, δεν είμεθα ακροατές, είμαστε αυτόπτες μάρτυρες μιας Θυσίας στην οποίαν συμμετέχομε και μεις.
Και συμμετέχομε όταν τρεφόμεθα από το Ακάκιον και Πανάγιον Αίμα, που ρέει από την Αγία Τράπεζα και αναβλύζει από το Άγιον Ποτήριον.
Άκουσα ιερέα που ομολογούσε μετά συντριβής πριν τη κοίμησή του, ότι είδε από το Άγιο Ποτήριο με τα μάτια της ψυχής του, και αυτός δεν ξέρει πως, να κοχλάζει μέσα στο Άγιον Ποτήριον το Αίμα του Κυρίου.
Έχομε βέβαια και υπέροχες περιγραφές, στην Αγία Αποκάλυψη. Αλλά εμείς οδέψομε εις τας αυλάς του Κυρίου.

Γι’ αυτό εύχομαι ταπεινά, πιστεύω και το εύχονται, όλοι οι ιερείς μας, όπου υπάρχει Ορθόδοξη Εκκλησία, να Εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή όλοι οι Χριστιανοί, και μεις θα λέγαμε όλοι οι Ορθόδοξοι Έλληνες, κανείς να μη μένει στο σπίτι, όλοι να εκκλησιάζονται!
Τότε αμέσως τώρα θα μου πείτε: «μα δε θα μας χωρέσουν οι ναοί».
Ναι, να τους γκρεμίσομε και να ξανακτίσομε πιο μεγάλους, κι ύστερα νέους ναούς, ύστερα κι άλλους, κι άλλους, κι άλλους, κι άλλους, για να χωρέσει ο κόσμος.
Γι αυτό τώρα αμέσως, αν μπορείτε κι αν μπορούμε, να βγούμε στους δρόμους και να φωνάξουμε προς όλους τους Νεοέλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς:
«Χριστιανοί και συμπατριώτες μας, ελάτε στην Εκκλησιά για να ζήσετε στο παρόν την απολύτρωσή σας, την απολύτρωσή σας από τον θάνατον, από τον διάβολον, απ’ τον κόσμο της κακίας και την αμαρτία.
Ελάτε στην Εκκλησία, στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στον Άγιο Νικόλαο, στον Άγιο Σπυρίδωνα, στην Αγία Βαρβάρα, στην Αγία Αικατερίνη, και σ’ όλους τους ναούς της πατρίδος μας, ελάτε στην εκκλησιά και στη Θεία Λειτουργία, για να ζήσετε τη δόξα του μέλλοντος αιώνος και της σωτηρίας σας.
Ο Χριστός, ο Σωτήρας και Θεός μας, σας περιμένει όλους.
Για σας χτυπάνε οι καμπάνες πρωί και βράδυ και ειδικότερα Κυριακή, και μεγάλη εορτή.
Σας περιμένει ο Χριστός, με ανοιχτή την αγκαλιά.
Ελάτε σήμερα και όχι αύριο.
Αύριο μπορεί να ’ναι αργά.
Ελάτε σήμερα.
Γιατί αργείτε, γιατί αργοπορείτε;
Νυν καιρός ευπρόσδεκτος, νυν ημέρα σωτηρίας.
Ελάτε, ελάτε.
Ελάτε όλοι οι Έλληνες, όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ελάτε στη Θεία Λειτουργία, στη Θεία Κοινωνία»,

Αμήν.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2007

Ο σταυρικός αγώνας γιά τήν σωτηρία μας καί τό μεσημβρινό δαιμόνιο



197-β
Γ' Νηστειών, 11.3.2007, στή Βλαχέρνα

Εφόσον σήμερα είναι η τιμητική ημέρα δια την προσκύνησιν του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, άρα και το μικρό μας κήρυγμα θα πρέπει να αναφερθεί σ’ αυτό το γεγονός.
Θέλω κατά πρώτον λόγον, αδελφοί και συλλειτουργοί και πατέρες και ιδιαιτέρως πάτερ Αθανάσιε, θέλω κατά πρώτον λόγον να σας πω μια ιστορία.
Ίσως σας φανεί λίγο παράξενη και λίγο σαν παραμύθι.
Αλλά έχει μια προέκταση και ένα βάθος μέσα στην αιωνιότητα.

Σε κάποιο μεγάλο δάσος, πολύ ωραίο, και παρθένο μάλιστα, υπήρχαν τρία δένδρα, πούχαν ας το πούμε λίγη σκέψη, ας το πούμε έτσι.
Τα ένα λοιπόν απ’ αυτά ονειρευόταν όταν θα μεγαλώσει και θα γίνει ένας ωραιότατος κορμός, θαρχόταν οι υλοτόμοι, για να το κόψουν και να το κάμουν ένα ωραιότατο σεντούκι, ένα μπαούλο, περίτεχνο όμως, σκαλισμένο, απ’ τους καλύτερους καλλιτέχνας της εποχής, που υπήρχαν τότε στον κόσμο, και να ετοποθετείτο μέσα σ’ ένα παλάτι, όπου οι βασίλισσες και οι πριγκίπισσες θα τοποθετούσαν τα πολύτιμα στολίδια τους, τα ολόχρυσα σκουλαρίκια ασφαλώς, τα βραχιόλια, τα δαχτυλίδια, τα περιλαίμια από διαμάντια, μαργαριτάρια, τοπάζια και τόσα άλλα.
Το δεύτερο όμως δένδρο έκανε ένα άλλο όνειρο. Ήθελε να γίνει ένα μεγαλόπρεπο καράβι με τρία μεγάλα κατάρτια, και να διασχίζει τις θάλασσες και τους ωκεανούς, αλλά να μεταφέρει όμως βασιλιάδες, πρίγκιπες και άρχοντες εκείνης της εποχής, πρωθυπουργούς όπως θα λέγαμε σήμερα και κυβερνήτας, από το ένα κράτος στο άλλο. Αυτό ήταν το όνειρό του.
Το τρίτο δένδρο δεν ήθελε να ξυλευθεί. Να το κόψουν δηλαδή. Ήθελε να γίνει πιο ψηλό, το πιο ψηλό και το πιο δυνατό δένδρο του δάσους. Να ξεπερνούσε στο ύψος λόφους και βουνά ώστε τα γύρω χωριά και οι πολιτείες ακόμα ανά τον κόσμον, να το θαυμάζουν, να το καμαρώνουν, και βλέποντας τη μεγαλοπρέπειά του να είχαν περηφάνια γι’ αυτό το ωραιότατο, ψηλότατο δένδρο.
Πέρασαν πολλά χρόνια, μεγάλωσαν τα δένδρα, ήρθαν κάποτε οι υλοτόμοι και ξύλευσαν το δάσος. Μεταξύ των άλλων των δένδρων έκοψαν και αυτά τα τρία. Κι έτσι τα πράγματα, ξετυλίχτηκαν τελείως τελείως διαφορετικά από ότι αυτά είχαν ονειρευτεί.
Το πρώτο το πήρε ένας χωρικός, και κατασκεύασε βέβαια όχι ένα μπαούλο σκαλιστό και περίφημο, αλλά μια σκάφη, μέσα στην οποία θα έβαζε το σανό, όποιος το έπαιρνε, για να τρέφονται τα ζώα. Πήρε λοιπόν τη σκάφη ότι την κατασκεύασε, και την έβαλε σ’ ένα σταύλο έξω απ’ το χωριό.
Το δεύτερο δένδρο, αντί για μεγαλόπρεπο καράβι έγινε μια ψαρόβαρκα, στην οποίαν έμπαινε μέσα ένας πατέρας με τα δυο του παιδιά, και ψάρευαν, και μάλιστα όχι σε θάλασσα, αλλά σε μια λιμνοθάλασσα.
Το τρίτο, αυτό που είχε όλο υπερηφάνεια μέσα του, το πήραν, το έκοψαν σε μεγάλα κομμάτια και το πέταξαν σε μια αποθήκη.
Δεν έκανε πλέον για τίποτα. Αυτή ήταν η κατάντια του τρίτου δένδρου.
Πέρασαν πολλά χρόνια, πολλά, πολλά, α, και αυτά απογοητευμένα από την εξέλιξη που είχαν ξέχασαν και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Όμως κάποια μέρα στο χωριό κατέφθασε ένα γαϊδουράκι που μετέφερε πάνω του μια κοπέλα περίπου δεκαπέντε δεκαέξι ετών, έγκυο. Και το γαϊδουράκι αυτό το έσερνε ο άνδρας της. Ψάχνανε να βρούν κάπου να μείνουν γιατί πλησίαζε η ώρα για να γεννήσει και δεν εύρισκαν κατάλυμα. Τελικά, κατέληξαν σ’ αυτόν τον σταύλο. Κι εκεί μέσα στο σταύλο, ανάμεσα στα ζώα, γέννησε η κοπέλα ένα ωραιότατο αγοράκι, και πήρε το παιδάκι, το τύλιξε με ό,τι πρόχειρο είχε και το έβαλε μέσα σ’ αυτή τη σκάφη.
Η κοπέλα αυτή ήταν η Παναγία!
Και η σκάφη αυτή που όταν ήταν δένδρο ήθελε να γίνει μπαούλο για να μπαίνει ό,τι πολύτιμο υπήρχε, μέσα, δέχθηκε το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο, το θησαυρό των θησαυρών, τον Υιόν του Θεού, και αυτό το γεγονός έγινε στο χωριό που λεγόταν τότε Βηθλεέμ, και εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα.
Το δεύτερο δένδρο είπαμε ότι έγινε μια φτωχή βάρκα. Κι ύστερα από μερικά χρόνια, περίπου ύστερα από τριάντα, πούχαν μεγαλώσει πλέον κι είχαν γίνει άνδρες εκείνα τα παιδιά, και κει που ψάρευαν μαζί με τον πατέρα τους, βλέπουν ξαφνικά έναν άνθρωπο να ακολουθείται από ένα πλήθος ανδρών και γυναικών και παιδιών, χιλιάδες, λαοθάλασσα, και να φθάνει εκεί στην ακροποταμιά, στη λιμνοθάλασσα.
Μπήκε στη βαρκούλα και τους είπε: «Δεν πάτε λίγο πιο εκεί να μιλήσω στα πλήθη, για να φαίνομαι;» Και μίλησε στα πλήθη και τα σαγήνευσε.
Και μετά την ομιλία τους είπε: «Δεν ξανοίγεστε να πάμε στην αντίπερα όχθη, να ξεφύγομε λίγο από τα διψασμένα αυτά πλήθη των ανθρώπων που διψούν για την αλήθεια του Θεού;» Αυτοί Τον θαύμασαν.
Ποιος ήταν αυτός άραγε που μιλούσε τόσο ωραία στα πλήθη;
Σε λίγο έπεσε να κοιμηθεί γιατί ήτο πολύ κουρασμένος.
Ξαφνικά σηκώθηκε μπουρίνι και έγινε μεγάλη τρικυμία, και φοβήθηκαν μήπως βουλιάξει η βάρκα και ξύπνησαν τον ξένο, ο οποίος σηκώθηκε και διέταξε τους ανέμους και την θάλασσα την τρικυμισμένη να γαληνέψουν.
«Σιώπα, πεφίμωσο», και εγένετο γαλήνη μεγάλη. Ήταν ο Χριστός και είχε μπει στην βάρκα των υιών Ζεβεδαίου, Ιακώβου και Ιωάννου. Ο Κύριος και ο διδάσκαλος που εκήρυττε μετάνοιαν και το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Έτσι και το δεύτερο δένδρο αξιώθηκε όχι να μεταφέρει πρίγκιπες, αλλά τον Βασιλέα των βασιλεών, τον ίδιο τον Χριστό και τους Αποστόλους Του.
Ύστερα όμως από τρία χρόνια, κάποιος στρατιώτης με κάποιους βοηθούς, μπήκαν μέσα στην αποθήκη, άρπαξαν εκείνα τα ξύλα από το τρίτο το δένδρο, κι έκαναν ένα Σταυρό, κι εκεί πάνω, ένα άγριο πλήθος, στρατιώτες, άρχοντες και λαός, κάρφωσαν επάνω έναν άνθρωπο. Τον Θεάνθρωπο. Τον Κύριο της Δόξης.
Έτσι το δένδρο αυτό, το τρίτο, έγινε ασυγκρίτως υψηλότερο από ότι αυτό ήθελε και ονειρευότανε.
Η κορυφή του έφθασε μέχρι τον ουρανόν και όπως λένε οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας έγινε ουρανού ισοστάσιον, και όχι μόνον φαίνεται σε πόλεις και χωριά, αλλά φωτίζει και ολόκληρη την οικουμένην.
Είναι ο Σταυρός, το σημείον που θα εμφανιστεί στον ουρανό και σαν προοίμιον της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Είναι και ο σημερινός Σταυρός, στον οποίον αποδώσαμε τιμές προς Αυτόν με τους Χαιρετισμούς που απαγγείλαμε λίγο πριν.
Και είναι εκείνος που το πρωί ψάλαμε θριαμβευτικά «τον Σταυρό Σου προσκυνούμε Δέσποτα, και την Αγία Σου Ανάσταση δοξάζομεν».

Στη μέση της Σαρακοστής χριστιανοί μου, προβάλλει η Εκκλησία μας την προσκύνησιν του Τιμίου Σταυρού.
Στα τροπάρια που ψάλλονται βλέπομε ότι ο Σταυρός δεν είναι το τέλος του κοσμοσωτηρίου έργου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δεν είναι αυτό το τέλος, το τέλος είναι η Ανάστασις που σφράγισε την απολυτρωτική θυσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού πάνω στο Σταυρό.
Γι’ αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία από τα αρχαία Αποστολικά χρόνια, κάθε φορά που κάνει λόγο για την Σταύρωσιν του Κυρίου, και το φρικτό Του πάθος, αμέσως το συνδέει με την Ανάστασίν Του.
Η Ανάστασις σφραγίζει την Σταύρωσιν.
Για παράδειγμα θα πάρομε δύο αποσπάσματα της σημερινής πρωινής ακολουθίας.
«Σταυρός, ο της εγέρσεως Χριστού τας αυγάς φωτοβολών», δηλαδή ο Σταυρός είναι η φωτοφόρος αυγή της εκ νεκρών εγέρσεως του Χριστού, και το άλλο ας το δώσομε σε μετάφραση.
«Ο Σταυρός είναι ο προάγγελος της λαμπράς και χαρμοσύνου και φωτοφόρου ημέρας της Αναστάσεως του Χριστού».
Κι είναι γνωστότατος ο ύμνος που ψάλομε τη Μεγάλη Εβδομάδα, με πολλή συγκίνηση και πολλών δακρύων, όταν εμείς οι ιερείς περιφέρουμε τον Εσταυρωμένο Κύριο μέσα στο ναό, φωνάζοντες και λέγοντες «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου».
Σ’ αυτόν τον ύμνον πριν από το τέλος φωνάζομε παρακλητικά τρείς φορές.
«Προσκυνούμεν Σου τα Πάθη Χριστέ», για να κλείσουμε θριαμβευτικά «δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου Ανάστασιν».
Άραγε τι θέλει να μας πει ο Απόστολος Παύλος, στην Πρώτη Προς Κορινθίους Επιστολή Του, όταν μας λέγει «το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετίθη Χριστός»; Αυτό ακριβώς που βεβαιώσαμε πριν από λίγο.
Δηλαδή το Πάσχα μας είναι η Θυσία του Αμνού του Θεού του Αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου, παρά ταύτα όλοι καλούμεθα να πανηγυρίσουμε πάνω απ’ όλα την Ανάστασή Του.
Γιατί; Διότι μόνον η Ανάστασις μπορεί να εγγυηθεί το απολυτρωτικό έργο της Σταυρικής Θυσίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Αυτό σημαίνει τρία πράγματα.
Πρώτον. Ότι η θυσία του Ιησού Χριστού έγινε δεκτή από τον Θεόν Πατέρα.
Δεύτερον. Ότι με αυτήν σώθηκε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος από τις αμαρτίες του.
Και Τρίτον με την Ανάστασίν Του, συνανασταίνει όλους εκείνους τους πιστούς που πίστεψαν στο έργον Του. Βαπτίστηκαν στο όνομα της Αγίας Τριάδος, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά και τράφηκαν και τρέφονται από το Πανάγιον Σώμα και Αίμα Του.

Υπάρχει χριστιανοί μου μια Ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως, που λέγεται και είναι η πιο σωστή και η πιο Ορθόδοξη, «η Κάθοδος στον Άδη».
Εκεί βλέπομε να θραύονται οι πύλες του Άδου, και ο Αναστάς Κύριος να ανασταίνει τον Αδάμ και την Εύαν, και μαζί τους όλους εκείνους που πίστεψαν σ’ Αυτόν.
Δηλαδή ο Αναστημένος Θεάνθρωπος Κύριος, εισέρχεται στην Ουράνιο Δόξα Του, και συνανασταίνει ολόκληρο το Μυστικό Σώμα Του, την Εκκλησία.
Και την καθιστά συμμέτοχο και κληρονόμο της Βασιλείας των ουρανών.
Αλλά μέλη όμως της Εκκλησίας του Χριστού είμεθα εμείς.
Για να συναναστήσει λοιπόν ο Κύριος και μας, που αυτήν την στιγμήν βρισκόμεθα σ’ αυτόν τον ναόν, ζητάει από μας την μετάνοια.
Την αληθινή μετάνοια όμως. Όχι την ξηρή εξαγόρευση των αμαρτημάτων μας, αλλά την αληθινή μετάνοιά μας, την συντριβή μας και τα δάκρυά μας, την απόφασή μας να μην ξαναμαρτήσομε, να μην ξαναμπούμε στον βούρκο της αμαρτίας.
Αυτός λοιπόν ο άρρηκτος δεσμός Σταυρού και Αναστάσεως, έχει βαθειές προεκτάσεις και στον καθέναν από μας, και στον κάθε χριστιανό.
Γι’ αυτό το να πείς τας ανομίας σου πρώτος, ή να δικαιωθείς, είναι Σταυρός.
Είναι Σταυρός να κόψωμε τα πάθη.
Είναι Σταυρός να κόψωμε τις αδυναμίες, τις κακές συνήθειες που έχουμε και τις πολλές ιδιοτροπίες, που δυστυχώς κοσμούν τον χαρακτήρα μας.
Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος, στην προς Ρωμαίους Επιστολή Του και στο έκτο κεφάλαιο λέγει ότι όπως ο Χριστός, πέθανε πάνω στο Σταυρό και αναστήθηκε απ’ τον τάφο, έτσι και κάθε χριστιανός χωριστά, καλείται να γίνει και κείνος κοινωνός, τόσο του Σταυρού όσο και της Αναστάσεώς Του.
Αυτό, πως γίνεται;
Γίνεται με την πίστη στην Θεανθρωπότητά Του.
Πρέπει να πιστεύομε ότι ο Χριστός εδώ είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος Κύριος.
Δεν φτάνει μονάχα να το πιστέυουμε, «ο πιστέυσας και βαπτισθείς σωθήσεται», σωστό, αλλά «δείξον μου την πίστην σου εκ των έργων σου».
Άρα λοιπόν χρειάζονται και έργα πίστεως.
Και το πρώτον έργον πίστεως είναι το Άγιον Βάπτισμα.
Διότι ο παλαιός άνθρωπος, ο παλαιός Αδάμ, συνανίσταται μαζί με τον Χριστόν ως καινούργιος άνθρωπος.
«Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Ενδυόμεθα τον Χριστόν βαπτιζόμενοι.
Δεύτερον, με την τήρησιν των Ευαγγελικών εντολών.
Πολλοί από μας, μάλλον οι περισσότεροι, λέμε ότι αγαπάμε τον Θεόν.
Υπάρχει κανένας που να λέει ότι δεν τον αγαπάει τον Θεόν; Δεν το πιστεύω...
Όλοι μας λέμε ότι τον αγαπάμε. Ναι αλλά εκείνος μας παρακαλεί και μας λέγει:
«Ο αγαπών Με, τας εντολάς τας εμάς τηρείσετε ή τηρήσει».
Λοιπόν, αν με αγαπάς, τις εντολές μου να τηρήσεις.
Να τηρήσεις τις εντολές, για να νικηθεί το τριπλό κακό της αμαρτίας «Η σάρκα ο κόσμος και διάβολος».
Η σάρκα με τις αισθήσεις μας, ο κόσμος με την κακία του και ο διάβολος με το φθόνο του.
Τρίτον, με την καλλιέργειαν των αντιστοίχων αρετών, όπως της διπλής αγάπης προς τον Θεόν, εξ’ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος και διανοίας, τον αγαπάμε άραγε τον Θεόν; Και τον πλησίον ως εαυτόν! Αγαπάμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτόν μας; Εγώ να σας πω την αλήθεια, δεν τον αγαπώ. Γιατί είναι οδυνηρή η αλήθεια, Όταν ο άλλος μας κάνει κακόν, όταν μας συκοφαντεί, όταν μας διαβάλλει, όταν μας λερώνει την τιμή, όταν μας σκοτώνει την υπόληψη, όταν μας αδικεί κατάφορα.
Πώς να κάνομε υπέρβαση. Αυτός είναι Σταυρός, Σταυρός οδυνηρός για να μπορείς να αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν.
Αλλά ζεί Κύριος ο Θεός!
Πρέπει να καλλιεργούμε τις αρετές και να ζητούμε το έλεος και την βοήθειαν του Θεού και Αυτός θα μας δώσει την δύναμιν.
Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ.
Ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν.
Αν μείνομε κοντά στο Θεό θα παράγομε καρπόν. Καρπόν πίστεως και αρετής, και της διπλής αγάπης.
Πρέπει να καλλιεργήσομε και το πνεύμα της μετανοίας. Όσο ζούμε μετανοούμε, ή πρέπει να μετανοούμε.
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι η μετάνοια πρέπει να είναι η αναπνοή της ζωής μας.
Πρέπει να καλλιεργούμε το ταπεινό φρόνημα, διότι δυστυχώς έχουμε πολύ πολύ εγωισμό.
Πρέπει επίσης να καλλιεργούμε την υπομονή και την μακροθυμία, να μελετάμε τας γραφάς.
Μη μου πείτε ότι δεν μπορείτε να ανοίξετε την Καινή Διαθήκη και να διαβάσετε μια σελίδα. Δεν μπορείτε;
Δε μπορούμε; Μια σελίδα. Πόσο θα διαρκέσει σε χρόνο μια σελίδα;
Περισσότερο από τρία λεπτά;
Εγώ σας παρακαλώ λοιπόν, από σήμερα με το ρολόι, τρία λεπτά, να βλέπετε και τον δευτερολεπτοδείκτη πως γυρίζει και να μελετήσετε την Αγία Γραφή τρία λεπτά.
Θάρθουν ύστερα και τα πέντε και τα δέκα, και το ένα κεφάλαιο και το δεύτερο.
Γιατί μέσα στην Αγία Γραφή καθρεφτιζόμεθα.
Βλέπομε ποιος είναι ο πραγματικός μας εαυτός και ποιος είναι ο προορισμός μας εδώ στη γη.
Κατόπιν πρέπει να μάθομε να προσευχόμεθα, όχι μόνον με τυπική προσευχή, και ένα βιαστικό «Πάτερ ημών» που δεν καταλαβαίνουμε τι λέγει. Καταλάβαμε άραγε ποτέ τι θα πει «γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης»;
Να γίνει το θέλημά Σου σήμερα Θεέ μου σε μένα;
Μπήκε αυτό ποτέ βαθειά μέσα μας;
Κατόπιν πρέπει να καλλιεργήσομε νηστεία, βέβαια είμαστε άρρωστοι και έχομε πολλών ειδών ασθένειες, έχομε και γεράματα.
Έχομε και πλήθος άλλων οδυνηρών καταστάσεων και αδυναμιών.
Αλλά δεν μπορείτε να μου πείτε ότι δεν μπορούμε να νηστέψουμε στις αισθήσεις.
Δεν μπορεί να νηστέψει η γλώσσα μας που κόκαλα δεν έχει αλλά κόκαλα τσακίζει.
Τα μάτια μας να νηστεύουν από τα πονηρά θεάματα, τα αυτιά μας από τα πονηρά ακούσματα, η αφή μας, η όσφρησίς μας, και ούτω κάθε εξής.
Άρα λοιπόν την μεν νηστεία την άλλη στο κατά δύναμιν, και την άλλη υποχρεωτική, με τη δύναμη και τη βοήθεια του Αγίου Θεού.
Να φυλάξομε κατόπιν τις αισθήσεις μας, και να καλλιεργήσομε ένα πλήθος άλλων αρετών για να μη σας κουράζω περισσότερο.
Τέταρτον. Με τη συμμετοχή μας στη Θεία Κοινωνία και στην Ιερά Εξομολόγηση, το τόνισα και προηγουμένως.
Και πέμπτον με τον καθημερινόν μας αγώνα για το πώς θα καθαριστούμε από τα πάθη μας.

Κάθε σοβαρή προσπάθεια στη ζωή μας χριστιανοί μου, απαιτεί κόπους και θυσίες, δηλαδή Σταυρό.
Και πολύ περισσότερον όταν αυτή η προσπάθεια, δεν αποβλέπει στο να πάρομε κάποιο πανεπιστημιακό πτυχίο, ούτε στην απόκτηση κάποιων συγκεκριμένων υλικών αγαθών, ούτε στο να γίνουμε πρωταθλητές, αλλά στο να πετύχουμε τον σκοπόν της ζωής μας, που είναι η σωτηρία μας, ο αγιασμός της ψυχής μας εν Χριστώ, με την ζωντανή πίστη και τα έργα της που αναφέραμε προηγουμένως.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει: «Ο σκοπός της ζωής μας είναι η μετοχή του Αγίου Πνεύματος».
Να έχουμε την αίσθηση ότι μέσα μας, πώς να το πω τώρα δεν ξέρω, βιώνεται η αίσθησις της ζώσας παρουσίας του Παναγίου Πνεύματος.
Τα έργα της πίστεως και τα έργα της μετανοίας, θα νικήσουν συν Θεώ την πονηριά, τον κόσμο της κακίας, τις αμαρτωλές επιθυμίες και τον φθόνον του διαβόλου.
Κι είναι αλήθεια ότι ο κόπος που καταβάλουμε και η κόπωσις που υφιστάμεθα αρχίζει να φαίνεται στη μέση του δρόμου.
Δηλαδή στη μέση των προσπαθειών μας.
Στην αρχή μας διακρίνει ένας πολύ πολύ μεγάλος ενθουσιασμός, και είμεθα όλο υποσχέσεις. Θα κάνω αυτό, θα κάνω εκείνο, θα κάνω το άλλο, θα, θα, «θα» σαν τους υπουργούς.
Και νομίζουμε ότι κρατάμε την αγιότητα στη χούφτα μας.
Και μόνον το στεφάνι μας λείπει.
Έτσι νομίζουμε και έτσι πιστεύουμε μερικές φορές.
Αλλά να, που σε λίγο καιρό έρχονται οι πρώτες δυσκολίες, οι πρώτοι πειρασμοί και τότε μας κόβεται η όρεξις.
Και αρχίζουν οι αμφιβολίες και οι απογοητεύσεις και τα πολλά γιατί. Γιατί σε μένα αυτό;
Α, πνευματικοί είναι εδώ οι πατέρες, το ακούνε χιλιάδες φορές. Γιατί πάτερ σε μένα αυτό;
Όλα γύρω γύρω μας φαίνονται μαύρα και βουνά.
Και ακολουθούν οι πολλές γκρίνιες και τα πολλά μουρμουρητά.
Οι δε λογισμοί και σκέψεις απελπισίας, απογνώσεως, γογγυσμού, διαμαρτυρίας και αμφιβολίας μας δέρνουν και μας χτυπούν χωρίς έλεος.
Θα μου πείτε γιατί το είπα τώρα αυτό.
Το είπα γιατί χριστιανοί μου, να που έρχεται η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως στο μέσον της Μεγάλης Σαρακοστής, και μας παρηγορεί όλους διότι μας δείχνει τον δρόμον της σωτηρίας.
Μας δείχνει τον Τίμιο Σταυρό δηλαδή την Σταυρική Θυσία του Χριστού που σφραγίζεται όπως είπαμε με την Ανάστασή Του.
Βλέποντες όμως τον Τίμιο Σταυρό, ταυτόχρονα δεν βλέπομε ένα σκέτο Σταυρό, βλέπομε και τον Εσταυρωμένο Κύριο.
Και όσοι από μας μελετούμε την Σταυρική Θυσία του Χριστού, δι’ υπομονής τρέχουμε τον προκείμενον ημίν αγώνα.
Αυτό σημαίνει ότι αφού ο Θεάνθρωπος Κύριος, έφθασε μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού, άρα και όλοι μας ως χριστιανοί, δεν δικαιολογούμεθα να χαλαρώνουμε τις πνευματικές μας προσπάθειες και να λιποτακτούμε.
Αλλά οφείλουμε με υπομονή να εκμεταλευθούμε τη Θεία Χάρη, και την παντοδυναμία που απορρέει από τη Σταυρική Θυσία, και να συνεχίζουμε τον πνευματικό μας αγώνα για τη σωτηρία μας μέχρι την τελευταία μας πνοή.

Η αγκαλιά του Θεού είναι μεγάλη, απέραντη, άπειρη και μας χωράει όλους.
Το έλεός Του μας δέχεται ανά πάσαν στιγμήν.
Και πολύ περισσότερον δεν πρέπει να μιμηθούμε η να μοιάσουμε όλους εκείνους, για τους οποίους ο Κύριος σε μια παραβολή του είπε: «οι προς καιρόν πιστεύουσιν και εν καιρώ πειραμού αφίστανται».
Δηλαδή στην αρχή είχαν κάποιον ενθουσιασμόν, αλλά χωρίς όμως βαθειές τις ρίζες της πίστεως.
Ο αγώνας είχε ενθουσιασμό αλλά όχι συνέπεια.
Είχε πολλές υποσχέσεις αλλά όχι πόλεμο με τον διάβολο και την κακία.
Είχε πολλά λόγια, καλά πολλά λόγια, αλλά όχι έργα μετανοίας.
Είχε πολλές καλές θεωρίες, αλλά όχι ενεργουμένη αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον.
Και τέλος ο αγώνας τους είχε όνειρα και πόθους, αλλά όχι σκληρή πάλη για την κάθαρση, από τα τόσα πάθη που όλους μας κατατυραννούν.
Γι’ αυτό και πολύ σωστά μας λέγουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας, ακούστε το είναι πολύ φοβερό αυτό, ότι «ο δρόμος της απωλείας, ο δρόμος της κολάσεως είναι στρωμένος από πολλές πολλές πολλές πολλές και καλές αποφάσεις».
Αλλά οι αποφάσεις πρέπει να γίνουν, επαναλαμβάνω, έργα μετανοίας, έργα πίστεως, έργα ενεργουμένης αγάπης, έργα Θείου φωτός, έργο ταπεινού φρονήματος.
Ναι χριστιανοί μου, αυτών των ειδών τα έργα συνιστούν και τους καρπούς του Παναγίου Πνεύματος.

Και επειδή ομιλούμε για εγκατάλειψη των προσπαθειών μας στη μέση του δρόμου προς τη σωτηρία, ας θυμηθούμε για λίγο και με το μεσημβρινό δαιμόνιο…
Υπάρχει τέτοιο δαιμόνιο; Και βεβαίως υπάρχει. Αναφέρεται αυτό, και δεν αναφέρεται μόνον εκεί, στον εννενηκοστόν ψαλμόν του Δαβίδ.
Αναφέρεται επίσης στις κατηχήσεις, που διαβάζονται πρίν από το Άγιον Βάπτισμα για το μεσημβρινό δαιμόνιο.
Αλλά και στους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Είναι το δαιμόνιον της ακηδίας, το δαιμόνιον της αναβολής.
Μας προσβάλλει όχι μόνο το μεσημέρι που ο ήλιος είναι ζεστός και μας πιάνει έτσι ένα είδος τεμπελιάς, αλλά σε κάθε στιγμή μιας καλής πνευματικής προσπάθειας, για τη σωτηρία μας, για να κόψομε ένα πάθος, για να ζήσομε εν Χριστώ.
Είναι αυτό που μας λέγει, α, έλα καϋμένε είσαι πολύ κουρασμένος, άσε για αύριο τώρα και την προσευχή και το διάβασμα, κάτσε τώρα να ξεκουραστείς, ε, αύριο πάλι βλέπουμε. Είσαι τόοοσο αδύνατος, τι να τα κάνεις τώρα αυτά.
Και πολύ συχνά ακούγεται ότι αυτές οι Ευαγγελικές εντολές δεν είναι για την εποχή μας.
Ή άλλοτε αυτά είναι παραμύθια για τις γιαγιάδες και τους παππούδες.
«Ποιος ξέρει ποιος τάγραψε αυτά», «για να τρώνε οι παπάδες», όλα λέγονται.
Το μεσημβρινό δαιμόνιο είναι το δαιμόνιον της δικαιολογίας, της ραθυμίας, της αναβολής και της ρίψεως της ευθύνης στους άλλους.
Είναι επίσης το δαιμόνιο που μας παρουσιάζει πάντοτε τις αμαρτίες εύκολες και γλυκές.
Ενώ τις αρετές αναχρονιστικές και πολύ πολύ δύσκολες.
Είναι αυτό που μας πολεμά στη μέση των πνευματικών μας αγώνων και που θέλει να μας γονατίσει με την αμέλεια και την αναβολή.
Να μας απογοητέψει και στο τέλος να τα εγκαταλείψουμε όλα και να κολασθούμε.
Αφήστε καμιά φορά, μας κάνει να πιστέψουμε ότι μας προδίδει και ο ίδιος ο εαυτός μας.
Θανατηφόρο λοιπόν αυτό το μεσημβρινό δαιμόνιο.
Αλλά ζει Κύριος ο Θεός διότι τον τρόπον με τον οποίον θα απαλλαγούμε από το φαρμακερό αυτό κεντρί αυτού του δαιμονίου, μας το δείχνει ο Τίμιος Σταυρός, στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής, μας το δέιχνει η Θυσία του Θεανθρώπου.
Δεν μπορείς να δεις Ανάσταση αν δεν βαδίσεις προς τον Γολγοθά, και αν δεν σταυρώσουμε τα πάθη μας.
Η Σταύρωσις και η Ανάστασις του ανθρώπου είναι νίκη κατά του θανάτου.
Νίκη κατά της αμαρτίας και νίκη κατά του διαβόλου.
Άρα και για μας όλους τους χριστιανούς υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, «μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη Βασιλεία Σου», φώναξε ο ληστής πάνω στο Σταυρό, και να, έδωσε μια κλωτσιά στην πόρτα και μπήκε πρώτος στον Παράδεισο.
«Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», φώναξε ο Τελώνης.
«Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου», φώναξε συντετριμμένος και μετανοημένος ο Άσωτος Υιός και ενδύεται την πρώτην την στολήν, και αποκαθίσταται κληρονόμος και πάλι της Βασιλείας του Θεού.
«Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς» φώναζαν οι λεπροί, και έτσι μπορεί να φωνάξει και η δική μας λέπρα, της ψυχής μας η λέπρα, και να καθαριστεί από τον Κύριο με μία μόνο λέξη, «καθαρίσθητι», όπως τη λέγει ο πνευματικός δια του πετραχηλίου, «έσο λελυμένος και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι».
Από τον Σταυρόν και τον Εσταυρωμένον, και από την Ανάστασίν Του, απορρέει ανεξάντλητο όλο το έλεος του Θεού, η άπειρη ευσπλαχνία Του και η αιώνια αγάπη Του.

Ναι χριστιανοί μου, ο Εσταυρωμένος Χριστός και Σωτήρας του κόσμου είναι αυτός, που τον πεσμένο βοηθάει να σηκωθεί, που τον πληγωμένο από την κακία ζητά να θεραπεύσει, και είμαστε όλοι πληγωμένοι, τον τυφλωμένο από τα πάθη να φωτίσει, και τον φωτισμό τον χρειαζόμεθα όλοι μας, τον σκλάβο στην αμαρτία να λυτρώσει.
Άπαντες γαρ πταίομεν, ας μην το ξεχνάμε αυτό, βεβαίωσις του λόγου του Κυρίου είναι, και νεκρόν τη αμαρτία να αναστήσει.
Αδελφοί και πατέρες, τα σέβη μου πάτερ Αθανάσιε,
χριστιανοί μου, σ’ Αυτόν τον Εσταυρωμένον Κύριο και Αναστάντα εκ νεκρών, τον Ιησούν Χριστόν, και αληθινόν Θεόν ημών ανήκει πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις, τώρα και πάντοτε, και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.

Κυριακή 4 Μαρτίου 2007

Η αναγωγική ερμηνεία τών τεσσάρων πού σήκωσαν τον παραλυτικό



197-α
Β' Νηστειών 4.3.2007

Το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα χριστιανοί μου, αναφέρεται στην θεραπεία του παραλυτικού, αιρομένου υπό τεσσάρων.
Κι αρχίζω με μια ερώτηση. Ποιοι να ήσαν άραγε αυτοί οι τέσσερεις, φιλάνθρωποι που απεστέγασαν την οροφή του σπιτιού, για να κατεβάσουν τον παράλυτο μπροστά στο Χριστό;
Μια αναγωγική ερμηνεία που δίδουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας, είναι η αναφορά τους σε τέσσερες αρετές. Πρώτα την πίστη, δευτέρα την ενεργουμένη αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, τρίτη η μετάνοια και τετάρτη η ταπείνωσις.
Άλλοι πάλι τονίζουν για πρώτη το κατά Θεόν πένθος, για δευτέρα τα δάκρυα της μετανοίας, για τρίτη τα σωστικά μυστήρια, και για τετάρτη την αδιάλειπτη προσευχή.
Και οι δύο αναγωγικές αυτές ερμηνείες, έχουν κοινή αφορά στην πράξη των εντολών.
Δηλαδή στην τήρηση του θείου θελήματος όπως αυτό εκφράζεται, μέσα από το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο.
Με την τήρηση όμως των εντολών, συμμετέχουμε και στα μυστήρια Θείας Κοινωνίας και Ιεράς Εξομολογήσεως, και καλλιεργούμε το σύνολον των αρετών όπως παραδείγματος χάριν πίστεως, αγάπης προς τον Θεόν και τον πλησίον, μετανοίας, πένθους, κατανύξεως, ελπίδος, ταπεινοφροσύνης, πραότητος, προσευχής στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και των άλλων αρετών.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η καταπολέμησις των παθών μας, ή πιο καλύτερα η κάθαρσις από τα πάθη μας για να ακολουθήσει ο φωτισμός.
Κι αν η προαίρεσίς μας, μας οδηγήσει σε επιμελέστερο πνευματικό αγώνα τότε εν Χριστώ Ιησού ενδυόμεθα την μεγαλόπρεπη πνευματική εξουσίαν και δύναμιν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού.
Κι αν μας ανεβάσει ο Θεός ένα πνευματικό σκαλοπάτι πιο πάνω, η λογική μας λατρεία θα μεταμορφωθεί εν Χριστώ Ιησού σε νοερά λατρεία και ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος.
Κι αν ο Θεός ευδοκήσει και ωθήσει τον νούν σε ένα σκαλί ουράνιο ακόμα υψηλότερο, ή αν θέλετε ακόμα βαθύτερο τότε άρχεται η πνευματική και ακατάλυπτη θεωρία του θείου ανεσπέρου φωτός, ή η θέα της θεϊκής δόξης, ή η αποκάλυψις των απορρήτων μυστηρίων του Αγίου Θεού κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού, και τέλος η κτίσις της Βασιλείας του Θεού.
Και θα με ρωτήσετε : «Μα είναι δυνατόν να γίνει αυτό ποτέ;»
Ναι είναι, το βεβαιώνει και ο ίδιος ο Κύριος, ότι η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί, απλώς δεν ψάχνομε να τη βρούμε.
Και να το θαύμα θαυμάτων τώρα. Ολόκληρος ο αδαπάνητος ουράνιος πλούτος, είναι όλος δικός μας στους αιώνας των αιώνων, γιατί είναι μέσα μας.
Τι άλλο να θέλομε;
Ας έλθουμε όμως στη δική μας ωμή πραγματικότητα, διότι ο αγώνας μας για τη σωτηρία μας όπως βλέπετε είναι πολύ σκληρός.
Απαιτούνται έντονοι πνευματικές προσπάθειες με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή για να καθαριστούμε από τα πάθη και τις αδυναμίες μας.
Σκληρή επίσης η πάλη προς τον κόσμο της κακίας που μας περιβάλλει και προς τον κοσμοκράτορα του σκότους του αιώνος τούτου, τουτέστιν τον διάβολον.
Γι’ αυτό και οφείλουν οι πράξεις μας να είναι ευάρεστες στο Θεό, θεάρεστες.
Οι σκέψεις μας αγνές, καθαρές, θεοσεβείς, αιχμαλωτίζοντες παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού.
Και τα λόγια μας, λόγια Θεού, λόγια οικοδομής, λόγια Ευαγγελικά, λόγια προσευχής, λόγια παρακλήσεως.
Άραγε ζηλέψαμε ποτέ, με την καλήν πάντοτε έννοια, την ταπείνωση, την προσευχή, την υπομονή και την ζωντανή πίστη των αγίων που φέρομε τουλάχιστον το όνομά τους, ή αν δεν έχομε εορταζόμενο άγιο, τους αγίους που υπάρχουν στο σπίτι μας με τα ονόματα των άλλων, το ζηλέψαμε αυτό ποτέ;
Μας προτρέπει ο Απόστολος Παύλος πάνω σ’ αυτό ως εξής: «Τούτων των αγίων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής, μιμείσθε την πίστιν», δηλαδή, «να σκέπτεσθε και να μελετάτε πάντοτε, την ενάρετη συμπεριφορά των αγίων, την πίστη και τον αγώνα που έδωσαν και την ομολογία, και την υπομονή που είχαν και να τους μιμείσθε σ’ αυτή τη πίστη και σε κάθε αρετή», μας προτρέπει ο Απόστολος Παύλος.
Άραγε το κάνουμε αυτό;
Υπάρχει και μια άλλη ρητή εντολή του Αγίου Θεού, πάλι μέσα από την γραφίδα του Αποστόλου Παύλου.
«Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, φόνον, -κάθε έκτρωση-, θυμόν, οργήν, εγωισμόν, υπερηφάνεια, κατάκριση, σκληροκαρδία, έχθρα, μίσος, μνησικακία, φθόνον, ακηδίας, και παν πάθος κακόν και τέλος την πλεονεξίαν ήτις εστίν ειδωλολατρία».
Αυτή την πολλαπλή εντολή του Αγίου Πνεύματος, προσπαθούμε τουλάχιστον να την τηρήσουμε έστω και για λίγο;

Ελάτε χριστιανοί μου να καταβάλουμε από σήμερα όλοι μας μια μικρή προσπάθεια, για την καταπολέμηση των παθών μας και ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει.
Ταυτόχρονα όμως θα εκλιπαρούμε και για το έλεός Του.
Θα χτυπάμε το στήθος μας και θα φωνάζουμε ως ο Τελώνης, «Ο Θεός μου ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Άλλωστε είμαστε τόσο αδύνατοι, τόσο αδύνατοι είμαστε!..
Όλοι μας έχομε εδώ μέσα κάποια ηλικία, άλλοι έχουν μικρή, άλλοι έχουν μεσαία, και άλλοι μεγάλη και άλλοι ακόμα μεγαλύτερη.
Ακούσαμε τόσα και τόσα όλα αυτά τα χρόνια.
Κηρύγματα, ομιλίες και διαβάσαμε και πολλά πιθανόν.
Παραβρεθήκαμε σε γάμους, σε βαπτίσεις, σε κηδείες, σε μνημόσυνα, σε πάμπολλες Θείες Λειτουργίες, σε εσπερινούς, και σε πανηγύρεις ιερών ναών.
Γιορτάσαμε όση είναι και η ηλικία μας, τόσες φορές Χριστούγεννα και Πάσχα.
Από τα τόσα που ακούσαμε και είδαμε και ζήσαμε μέσα, στους ναούς μας, άραγε πόσα από αυτά καρποφόρησαν;
Είδαμε στον εαυτό μας καμιά πρόοδο; Είχαμε καμιά προκοπή; Κόψαμε έστω μια αδυναμία; Κλαδέψαμε κανένα πάθος; Είδαμε βελτίωση στον πνευματικό μας αγώνα, ή παραμείναμε δένδρα άκαρπα και ξερά;
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μας λέγει ότι αν μείνομε μόνο στα λόγια και στις υποσχέσεις, και δεν τις εφαρμόζουμε, παρόλον που νομίζουμε ότι πιστεύουμε, αυτό λέγεται θεολογία των δαιμόνων, διότι και τα δαιμόνια και πιστεύουσιν και φρίσσουσιν.
Και πιστεύουν και τρέμουν και φοβούνται.
Αλλά βέβαια δεν μετανοούν.

Έτσι και ο κάθε χριστιανός, που δεν μετανοεί, που δεν αλλάζει τρόπον ζωής, που δεν τηρεί τις εντολές, που δεν καλλιεργεί τις αρετές, που δεν συμμετέχει στη Θεία Λατρεία, και που δεν καταπολεμεί τα πάθη του, μοιάζει με τον παράλυτο της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, που βρίσκεται κατάκοιτος στο κρεβάτι της αδιαφορίας, της ακηδίας της σαρκολατρείας, του εγωισμού και της πάσης κακίας.
Γι’ αυτό και πρέπει να συγκεντρώσομε όσο δυνατόν περισσότερον τον πνευματικόν μας αγώνα στο να αποστεγάσομε την οροφή.
Και ποια είναι αυτή η οροφή;
Είναι το λογιστικό μέρος της ψυχής, είναι ο νους μας, η λογική, που για όργανο και εργαλείο έχει το μυαλό.
Όπως λοιπόν η κάθε οροφή στις ημέρες μας, έχει τσιμέντο, πλάκες και μάρμαρα, ή όπως οι παλιές οροφές είχαν κεραμίδια, ντενεκέδες, ξύλα και πέτρες από πάνω, έτσι και ο δικός μας νους, εδώ, αυτό, είναι βαρυφορτωμένος όχι μόνον από άσκοπες βιοτικές μέριμνες αλλά κυρίως από σκέψεις σκοτεινές.
Σκέψεις αισχρές και πονηρές, σκέψεις φθόνου, ζήλειας, μνησικακίας, μίσους, έχθρας, ματαιοδοξίας, πλεονεξίας, δειλίας, εγωισμού και πάσης άλλης κακίας.
Σκέψεις δηλαδή που μας χωρίζουν από τον Θεόν.
Για να καθαριστεί λοιπόν ο νους από τις βρώμικες σκέψεις της αμαρτίας, χρειάζεται η σκούπα της μετανοίας και των καυτών δακρύων της.
Το καλό όμως, το γενικό καθάρισμα επιτυγχάνεται με το όνομα του Ιησού Χριστού, με την ευχή, με το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», με την Ιερά Εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία.
Με το καθάρισμα του νου καθαρίζονται και οι αισθήσεις μας, και συγχρόνως ξεβρωμίζει και η καρδιά μας.
Και τότε ταπεινώνεται η ψυχή μας, και πέφτει στα πόδια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και ζητά έλεος, έλεος για τη σωτηρία.
Και να το θαύμα! Ο παράλυτος νους μας, ακούει τη γλυκειά λέξη ή λέξεις από το στόμα του Θεού Πατρός.
«Παιδί μου, είσαι λελυμένος και συνκεχωρημένος και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι».
Και λαμβάνει ευθύς αμέσως την άφεσιν αμαρτιών και των πλέον θανασίμων.
Ναι χριστιανοί μου, ο Άσωτος Υιός, απολωλός ην και ευρέθη, νεκρός ην και ανέζησε.
Και έτσι αποκτά την υγεία του ο νούς.
Έτσι την αποκτά. Και έτσι ενδύεται την στολή της υιοθεσίας και καθίσταται ηγεμών.
Και ο ηγεμόνας νους πλέον κυβερνά ελεύθερα, σώμα και αισθήσεις στα πολύτιμα έργα της μετανοίας.
Από δω αρχίζει και η πνευματική μας ανάβασις και η είσοδος του νου στην πόλη του φωτός, στην άνω Ιερουσαλήμ, για την οποίαν κάναμε λόγο στην αρχή του κηρύγματός μας, που είναι μια ζωντανή πραγματικότητα στον κεκαθαρμένον νουν και στην τεταπεινομένην καρδίαν η θεία αυτή θεωρία του ανεσπέρου φωτός.
Ναι χριστιανοί μου, σ’ αυτή την πόλη του φωτός είναι πανέτοιμο το αιώνιον δείπνον της Βασιλείας του Θεού.
Το δείπνον της αγάπης Του.
Το δείπνον της Θεϊκής Του δόξης.
Και σ’ αυτό το ουράνιο δείπνο, σ’ αυτό το βασιλικό δείπνο είμεθα καλεσμένοι όλοι μας.
Είναι καλεσμένη ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Ιδιαιτέρως όμως είναι καλεσμένοι όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, απανταχού της γης, αρκεί βέβαια όλοι να έχουν έμπρακτη τη μετάνοια.
Αλλά καλεσμένοι όμως, στο δείπνο αυτό το βασιλικό και το αιώνιο, είμεθα και εμείς όλοι, αυτή τη στιγμή, όσοι βρισκόμεθα μέσα στο ναό.
Και μας, μας καλεί ο Θεός.
Σεις καλείσθε ως εκκλησιαζόμενοι Χριστιανοί, και μεις οι δύο με τον πατέρα Παναγιώτη, ως λειτουργοί του Υψίστου, ως ιερείς.
Και σεις και μεις, όλοι μας, είμαστε καλεσμένοι σ’ αυτό το ουράνιο αιώνιο δείπνο του Παραδείσου.
Σ’ αυτήν τώρα την Θεία Πρόσκληση τι θα απαντήσομε;
Ναι ή όχι;
Εγώ νομίζω ότι ήδη απαντήσαμε όλοι μας.
Ναι, ναι, και μάλιστα με όλη μας την καρδιά.

Αμήν.

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2007

Οι καταστρεπτικές συνέπειες των παθών καί η θεραπεία τους διά μέσου της Εκκλησίας



196-γ
Β. Χαιρετισμοί 2.3.2007

Χαίρε φλογός παθών απαλλάττουσα.
Δηλαδή χαίρε Υπεραγία Θεοτόκε που λυτρώνεις με τις πρεσβείες σου τον άνθρωπον από τη φλόγα των παθών.
Χριστιανοί μου από τότε που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τον εαυτόν μας, μέχρι και σήμερα, στην όποια ηλικία και αν είμεθα, παιδιά, νέοι, μεσήλικες και γερόντια, διαπιστώνομε με λύπη ότι μας πολεμούν συνεχώς και μας κατατυραννούν πολλά πάθη.
Πριν από κάθε ορθρινό ή εωθινό Ευαγγέλιο, όπως και στις παρακλήσεις ψάλουμε το γνωστό σε όλους μας «εκ νεότητός μου πολλά πολεμεί με πάθη».
Από μωρά δηλαδή μας πολεμούν τα πάθη που είναι και οι αρρώστιες της ψυχής.
Όπως κάθε αρρώστια έχει τις εκδηλώσεις της, πυρετό, πόνους, ζάλη, εμετούς, εξανθήματα, πύον και άλλα πάρα πολλά, έτσι και τα πάθη έχουν και αυτά τις δικές τους εκδηλώσεις.
Εκδηλώνονται δηλαδή ως κακές επιθυμίες, ως διεστραμμένες ορμές, ως πονηρές συνήθειες και κακές έξεις.
Κάθε άνθρωπος που γεννιέται σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, γεννιέται με την ροπή προς το κακό και την αμαρτία.
Μας το βεβαιώνει η Αγία Γραφή όταν μας λέγει ότι ο άνθρωπος ρέπει προς τα πονηρά εκ νεότητος αυτού.
Φωλιάζουν μέσα μας τα πάθη σαν τους σπόρους που φυτεύονται στη γή.
Κάποτε αυτοί οι σπόροι, και με τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, και τις περιποιήσεις των γεωργών φυτρώνουν, μεγαλώνουν, γιγαντώνουν και δίδουν τους καρπούς των.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ποικιλία των διαφόρων αδυναμιών και κακών κλίσεων που έχουμε μέσα μας και που δυστυχώς έχουμε κληρονομήσει από τότε, από την πτώση των Πρωτοπλάστων.
Τις περισσότερες φορές, αυτά τρέφονται και μεγαλώνονται και γίνονται πάθη, από τους ίδιους τους γονείς, που στα παιδιά τους, δηλαδή στα παιδιά μας δίδουμε το κακό παράδειγμα.
Όσο πικρή και αν είναι αυτή η αλήθεια, πρέπει να τη λέμε.
Άλλοτε πάλι οι γονείς είναι μεν ευσεβείς, αλλά με τις αδυναμίες τους ανέχονται πολλά μικρά στραβά τους πταίσματα και θάλεγα είναι πέρα από κάθε μέτρο επιεικείς, προσφέροντας με αφθονία και αδιάκριτα πολλά υλικά αγαθά, και δεν ελέγχουν με αυστηρότητα και τις πλέον μικρές παρεκτροπές τους.
Άλλοι πάλι απ’ τους γονείς είναι πολύ νευρικοί, πολλοί θυμώδεις με πολλές φωνές και αδιάκριτες ξυλιές, και άλλοτε πάλι είναι τελείως αδιάφοροι.
Άσε που μερικοί διδάσκουν στα παιδιά τους, πώς να διαπράττουν την αμαρτία, το κακό, την πονηριά, το ψέμα και τόσα άλλα.
Υπάρχουν όμως και κακοί μπαμπάδες, μην εξαιρούμε τους εαυτούς μας, που όλα τα στραβά τα ρίχνουν στις γυναίκες τους, ενώ η κυρίως αιτία είναι η αδιαφορία τους.
Υπάρχει που υπάρχει το κακό μέσα στις παιδικές ψυχούλες από γενεσιμιό, και αντί εμείς να καλλιεργήσουμε το καλό, το αγαθό και το θεοσεβές, δηλαδή την θεοσέβεια και την αρετή, εμείς με την όλη διαγωγή μας τρέφουμε τις αδυναμίες τους, τα κάνομε πάθη και τα οδηγούμε στην καταστροφή.
Και όλα αυτά μέχρι ποια ηλικία, μέχρι έξι, μέχρι επτά.
Μετά απ’ την ηλικία αυτή αρχίζει το παιδί να αποκτά την δική του κρίση, γι’ αυτό και στις νεκρώσιμες ακολουθίες, μετά το έβδομο έτος, διαβάζομε την συγχωρητική ευχή των μεγάλων.
Το παιδί αποκτά την δική του κρίση, κάνει τις δικές του επιλογές, κι έχει και τις δικές του ευθύνες, ανάλογα με το πώς επηρεάστηκε από το περιβάλλον, είτε αυτό είναι οικογενειακό, κατά πρώτον λόγον οικογενειακό, και ύστερα βέβαια το κοινωνικό.
Στην έξαψη των παθών, και στην καλλιέργεια των διαστροφών και της ανηθικότητος επιδρά πολύ άσχημα το σχολικό περιβάλλον από το Δημοτικό σχολείο, και ύστερα Γυμνάσιο και Λύκειο.
Σχολείον ειδικής διαφθοράς των παιδιών μας, είναι τα ανήθικα θεάματα των τηλεοράσεων, που αφήνουμε τα παιδιά μας ανεξέλεγκτα να τα απολαμβάνουν, το ιντερνέτ (Internet), τα κομπιούτερ (computers), τις ιστοσελίδες και τόσα άλλα.
Χωριστά οι χώροι των Πανεπιστημίων και η στρατιωτική θητεία.
Αλλά ο,τι κακό σπέρνουμε εμείς στα παιδιά μας, και ο,τι σπέρνεται από το σχολικό και το κοινωνικό περιβάλλον, μαζί με τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, αυτό και θα θερίσουμε.
Αυτό και θα θερίσουν και τα παιδιά, όχι μόνον εμείς, που μεγαλώνοντας, ποιος το ξέρει, ή θα γιγαντώσουν ακόμα περισσότερο μέσα τα πάθη τους, ή θα τα σμικρύνουν και θα τα εξαφανίσουν με τον πνευματικό αγώνα που θα κάνουν μέσα από την Ορθόδοξη Παράδοση και διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Με τη συμμετοχή στα πανάγια σωστικά μυστήρια, από μικρά στην Ιερά Εξομολόγηση και στη Θεία Κοινωνία, με την τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, με την καλλιέργεια των θειοτάτων αρετών, μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης, μετά συντριβής και μετανοίας.
Δυστυχώς χριστιανοί μου, όλοι μας έχουμε ελλείψεις, αδυναμίες, ελαττώματα και πάθη που μας ταλαιπωρούν και βασανίζουν, αναστατώνουν τα νεύρα μας, ανακατεύουν τα σωθικά μας, σκοτίζουν το μυαλό μας, ερεθίζουν τις αισθήσεις μας και στο τέλος μας κολάζουν.
Άλλοτε πάλι έρχονται στιγμές εξάψεως και από ασήμαντες αφορμές, φουντώνουν τα πάθη ακόμα πιο πολύ, μας τυλίγουν σαν φλόγες, φωτιές, και καταστρέφουν την ειρήνη μέσα στο σπίτι, την αγάπη μεταξύ των συζύγων, μεταξύ των αδελφών και των λοιπών συγγενών, αφαιρούν την ασφάλεια από τα παιδιά μας, γκρεμίζουν την οικογενειακή ευτυχία, χαλάνε μακροχρόνιες φιλίες, και εκμηδενίζουν κάθε πνευματική προσπάθεια για την πρόοδο και σωτηρία.
Τα πάθη δεν καταστρέφουν μόνον προσωπικά τον άνθρωπο, αλλά στην έξαψή τους, επαναλαμβάνω, διαλύουν την οικογένεια, ακόμα και ολόκληρες κοινωνίες, λαούς και έθνη.

Χαίρε φλογός παθών απαλλάττουσα.
Η εικόνα αυτή των πυρίνων φλογών που χρησιμοποιείται στους χαιρετισμούς, είναι πολύ χαρακτηριστική.
Είναι χαιρετισμός της στάσεως που απαγγείλαμε πριν λίγο.
Όπως η πυρκαγιά όταν απλώνεται στο δάσος τυλίγει με τις φλόγες της τα πάντα, και αφήνει πίσω της σεληνιακά τοπία στάχτης και ολοκληρωτικής καταστροφής, έτσι και η φλόγωση των παθών απλώνεται πρώτα στο νου μας τον οποίον θολώνει και σκοτίζει, αδυνατεί, εξουδετερώνει την θέληση και την προαίρεσή μας, κατεβαίνει κατόπιν στην καρδιά προκαλώντας αφόρητη κατάσταση φρίκης και κολάσεως.
Τα παραδείγματα θα τα πάρομε από τον ίδιο τον εαυτό μας, και ύστερα βέβαια από την κοινωνία, από όσα βλέπομε και ακούμε.
Τρέφεις τη φωτιά; Αυτή φουντώνει, θεριεύει.
Τρέφομε τα πάθη μας; Μεγαλώνουν, φουντώνουν και μας καταστρέφουν και μάς και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.
Τα τρέφομε τα πάθη μας θα πει ότι ικανοποιούμε τις αμαρτωλές επιθυμίες μας.
Και όσο περισσότερο τις ικανοποιούμε, τόσο και περισσότερον αυξάνονται αυτές οι επιθυμίες.
Έτσι αυτή η πονηριά καθίσταται ψύχωση και μανία και καταλήγει στην αιχμαλωσία, στην εξάρτηση και τέλος στον αιώνιο θάνατο της ψυχής μας.
Και όταν κάποιος δεν μπορεί άμεσα να ικανοποιήσει το πάθος του που τον κατατρώγει σαν φωτιά, στην αρχή λυπάται, αδημονεί, στεναχωριέται, μελαγχολεί.
Ύστερα αρχίζει σιγά σιγά να οργίζεται, να θυμώνει, να βλαστημά, ακόμα και τα θεία, και να δημιουργεί άσχημες σκηνές.
Και αν και τώρα δεν ικανοποιηθεί το πάθος του, τότε ολοκληρώνει την αυτοκαταστροφή του, γίνεται ψεύτης, κλέφτης, ακόμα και φονιάς.
Χωριστά ότι ξεπουλάει τα πάντα, ακόμα και την τιμή του, και την πατρίδα του.
Τα ακούμε συχνά στις ειδήσεις.
Και τώρα μπαίνει το ερώτημα: Σώζεται αυτός ο άνθρωπος;
Δόξα τω Θεώ, σώζεται.
Και σώζεται από τον Σωτήρα και Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν, που ήλθε στον κόσμο, όχι για να τον κρίνει, αλλά για να τον σώσει.
Ούτος ήλθε ίνα σώσει τον κόσμον, και όχι να κρίνει αυτόν.
Και επιπλέον δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζείν αυτόν.
Με την πίστη λοιπόν προς την φιλανθρωπία, και την αγάπη του Θεού, τη μετάνοια, την προσευχή και τα πανάγια μυστήρια, μπορούμε όλοι μας να ελευθερωθούμε από τα πάθη μας, να ειρηνεύσουν σιγά σιγά οι λογισμοί μας, να φωτισθεί ο νους μας, το μυαλό μας δηλαδή, να καθαρισθούν οι αισθήσεις μας, να ξαναζωντανέψουν και να αναζωογονηθούν όλες οι ψυχικές μας δυνάμεις για να βάλουμε μια καινούργια αρχή.
Στην προαίρεσή μας είναι να κατεργασθούμε μετά φόβου Θεού, και τρόμου τη σωτηρία μας, ακολουθώντας τον δρόμον του Σταυρού και της θυσίας.
Η ξεδιάντροπη προβαλλομένη σαρκολατρεία, τα φοβερά έκτροπα -επαναλαμβάνω των τηλεοράσεων-, ο πάνδημος υλιστικός τρόπος της ζωής των ημερών μας, και η κατάλυσις των αξιών της Ευαγγελικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, συντελούν στο να εξάπτωνται στο έπακρον τα ακατανόμαστα πάθη.
Έτσι παρασύρονται και πέφτουν στις μεγάλες αμαρτίες οι χριστιανοί μας στην πατρίδα μας, αλλά όπου υπάρχουν χριστιανοί και σ’ ολόκληρον τον κόσμο, ειδικότερα στη Δύση και στην Αμερική.
Αλλά όπως ο Πανάγιος Θεός προστάτεψε τους τρείς παίδας στην κάμινον του πυρός με θαυματουργικό τρόπο, έτσι και όλους εμάς που ζούμε μέσα στην κόλαση της φωτιάς των παθών μας, της αμαρτωλής και ξεδιάντροπης αυτής εποχής μας, μπορεί να μας προστατέψει ο Θεός, με πολλούς τρόπους, αρκεί να το θελήσουμε.
Η θέλησίς μας και η καλή μας προαίρεσις θα μας οδηγήσουν στην αληθινή μετάνοια.
Και δια της μετανοίας θα ζωντανέψει μέσα η πίστις μας προς τον Τριαδικόν Θεόν, την Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού, τα Πάθη Του, τη Θυσία Του, τη Ταφή Του, την Ανάστασή Του, την Ανάληψή Του, θα ενεργοποιηθεί η αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, και αυτόν ακόμα που μας έχει κάνει μεγάλο κακό και μας μισεί, ή εμείς τον αποστρεφόμεθα, και θα πολλαπλασιαστεί η προσευχή μας, θα πολλαπλασιαστεί το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» συνεχώς και αδιαλείπτως, από πρωίας μέχρι νυκτός, και από νυκτός έως πρωίας, θα αρχίσει η συχνή μελέτη της Αγίας Γραφής και ειδικότερα της Καινής Διαθήκης και του Ψαλτηρίου και των Πατέρων της Εκκλησίας μας, θα αυξηθεί η συναίσθησις της αμαρτωλότητός μας και όλα θα πάρουν τον ίσιο δρόμο, τον δρόμο της σωτηρίας.
Στην αποδυνάμωση των παθών, και στο σβήσιμο της αδηφάγου φλόγας των κακών και πονηριών μας, θα συντελέσουν στα μέγιστα οι πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Σ’ αυτήν θα καταφεύγουμε για να σβηστούν τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού τα καθ’ ημών δολίως κινούμενα.
Στην Παναγία μας όταν μας κυκλώνουν οι πειρασμοί.
Στην Παναγία μας όλα τα προβλήματα, τα βάσανα, και τις θλίψεις της ζωής.
Στην Παναγία μας θα γονατίζουμε και Αυτήν θα επικαλούμεθα, και Αυτήν θα παρακαλούμε να μεσιτεύσει για τη σωτηρία μας και για να σβήσει μέσα μας και την φλόγα των παθών μας.

Χριστιανοί μου, η μόνη ασφαλής οδός προς τον Σωτήρα μας Χριστόν είναι η Παναγία Μητέρα Του, η Υπεραγία Θεοτόκος, που με τη Μητρική της μεσιτεία, αλλά και τη δική μας μετάνοια, μας απαλλάσσει από τις καταστρεπτικές φλόγες των διαφόρων παθών μας.
Γι’ αυτό κάθε μέρα να διαβάζουμε τους Χαιρετισμούς, και άλλοι βέβαια μπορούν και τρείς και τέσσερεις φορές, ή θα πιάνουμε το κομποσχοίνι στο χέρι, και σε κάθε κόμπο θα φωνάζομε λέγοντας,
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς».
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς»,
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με τον αμαρτωλόν»,

Αμήν.